3.7.16

Félix Francisco Casanova (1956-1976)





Κείμενο – Μετάφραση:
Άτη Σολέρτη


   O Φέλιξ Φρανθίσκο Κασανόβα (Σάντα Κρουθ ντε λα Πάλμα, 28 Σεπτεμβρίου 1956 - Σάντα Κρουθ της Τενερίφης, 14 Ιανουαρίου 1976), ήταν γιος του γιατρού και επίσης ποιητή Φέλιξ Κασανόβα ντε Αγιάλα.
Παρά τη σύντομη διάρκεια της ζωής του, κατάφερε να αφήσει πίσω του ένα έργο αυθεντικό, έντονο και συνάμα παράδοξο, που χαρακτηρίζεται από εκπληκτική ωριμότητα τόσο στο πεδίο της ποίησης όσο και σ’ αυτό του πεζού λόγου. Όπως έλεγε κι ο ίδιος ο ποιητής προσδιορίζοντας τον εαυτό του: «Είμαι ο παππούς του εαυτού μου και βλέπω την παιδική μου ηλικία να παίζει». Ο πατέρας του συγκεκριμένα ανέφερε για τον νεαρό συγγραφέα: «Από μικρή ηλικία -ήδη από τα εφτά ή οχτώ χρόνια- συνήθιζε να με εκπλήσσει με ασυνήθιστες φράσεις και εγώ αναρωτιόμουν πού θα μπορούσε να τις έχει διαβάσει. Ήταν εκφράσεις εύγλωττες, σχεδόν σουρεαλιστικές και μυστικιστικές, τις πηγές των οποίων μου ήταν αδύνατον να εντοπίσω σε κάποιο από τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου, που θα μπορούσε να είχε πέσει στα χέρια του».
   Ο Φέλιξ Φρανθίσκο από μικρός αφοσιώθηκε στη μελέτη έργων των Ρεμπώ, Πεσσόα, Ουίτμαν, Μπρετόν, Ελυάρ, Αραγκόν, Τζόυς, Καμύ, Έσσε…, καθώς επίσης και στη μεγάλη του αγάπη, τη μουσική. Στο ημερολόγιό του με τίτλο Yo hubiera o hubiese amado (Να είχα αγαπήσει), που γράφτηκε το 1974 και δημοσιεύτηκε το 1983 γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτές τις μέρες ακούω πολύ μουσική, πολύ. Πάντα γεννιέμαι στη μουσική, είναι αστείρευτη η δίψα μου κι επίσης είναι αστείρευτη η πηγή της. Και με τιθασεύει και με σκορπίζει σαν μια κανάτα με αίμα του βουνού, και η αγάπη της με αγγίζει και είμαι το πιο ευάλωτο ον απέναντι στις λέξεις της, και οι πληγές μου, τα ανοιχτά μου τραύματα φυτρώνουν σαν ένα κομμένο δέντρο, σαν την πρώτη μέρα που αγάπησα ή διάβασα Ταγκόρ».
   Το κλίμα του ύστερου φρανκισμού στην Ισπανία, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον ποιητή, ωθώντας τον στην ίδρυση του εναλλακτικού ροκ γκρουπ και του λογοτεχνικού κινήματος Hovno (Χόβνο που σημαίνει σε ελεύθερη μετάφραση «σκατά» στα τσέχικα). Το 1973, στα 17 του έτη, απέκτησε με το βιβλίο του El invernadero (Το θερμοκήπιο), το πιο σημαντικό βραβείο ποίησης στα Κανάρια Νησιά, το Julio Tovar (Χούλιο Τοβάρ). Το 1974 κέρδισε για τη νουβέλα του El don de Vorace (Το χάρισμα του Βοράθε) το βραβείο Pérez Armas (Πέρεθ Άρμας). Ένα μήνα πριν το θάνατό του, με την ποιητική συλλογή Una maleta llena de hojas (Μια βαλίτσα γεμάτη φύλλα) κέρδισε στο διαγωνισμό που διοργάνωσε η εφημερίδα La Τarde (Το βράδυ). Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως μεταξύ των ετών 1971 -1973 κατάφερε να γράψει άλλες πέντε ποιητικές συλλογές, ποιήματα των οποίων βρίσκονται συγκεντρωμένα στον τόμο La memoria olvidada. Poesía, 1973-1976 (Η ξεχασμένη μνήμη. Ποίηση, 1973-1976), που εξέδωσε ο εκδοτικός οίκος Hiperión το 1990.
   Ο ποιητής, όταν πέθανε ήταν τριτοετής φοιτητής της ισπανικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Λαγούνα. Αιτία του θανάτου του ήταν η διαρροή γκαζιού, ενώ εκείνος βρισκόταν στο μπάνιο του σπιτιού του. Το γεγονός αυτό προκαλεί έκπληξη καθώς μοιάζει με προφητεία που εκπληρώνεται, εφόσον το νερό υπήρξε για εκείνον πηγή έμπνευσης και σταθερή αναφορά στα έργα του.
   Αναμφίβολα υπήρξε μια ευφυής και αινιγματική προσωπικότητα με ένα χάρισμα που σίγουρα του πρόσφερε την αθανασία. Οι διεισδυτικές παρατηρήσεις όσων συνέλαβε η αλλόκοτη ματιά του, η τολμηρή και εφευρετική του φαντασία, η αποστροφή απέναντι στη «σοβαρότητα» και στις υποκριτικές συνήθειες του κόσμου, πάντα θα σκιαγραφούν μια πορεία ζωής που με το τέλος της του χάρισε τον τίτλο του «καταραμένου ποιητή».
Το έργο του συγγενεύει με αυτό του Αρθούρου Ρεμπώ και του Κόμη του Λωτρεαμόν και η επιρροή που έχει ασκήσει στην Ισπανία είναι αρκετά μεγάλη. Ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία που απονέμονται στα Κανάρια Νησιά και που είναι αφιερωμένο στην ανακάλυψη νέων δημιουργών φέρει το όνομα του ποιητή.


Τοίχος

Φορτωμένος με απουσίες, με σοφούς και γρύλους,
ο άνθρωπος συγκρούεται στην κούφια νύχτα
με την όσφρηση χαλασμένη και την αύρα να καπνίζει τον πυρετό του.

Στον όγκο του χρόνου,
η πίστη τρακάρει κατεστραμμένη
και το θολό ουρλιαχτό των υπονόμων εξαπλώνεται
με τη δίψα στη μολύβδινη ροή.
Χωρίς να δουλεύεις ο ιδρώτας,
χωρίς τα οράματά σου να σε τρώνε,
έτσι αναμένεται η νέα αυγή
(με λίγη παραπάνω φωτιά στις τσέπες).

Ύστερα, στην έβδομη αφύπνιση,
οι αιώνιες σακούλες στα μάτια σε συκοφαντούν
και οι κάμπιες παραμένουν φυλακισμένες στον τοίχο.
Αυτός ο γέρος ήλιος έχει κουραστεί να λάμπει.


Muro

Cargado de ausencias, de sabios y grillos,
el hombre se estrella en la hueca noche
con el olfato averiado y la brisa fumando su fiebre.

En el volumen del tiempo,
la fe se tropieza arruinada
y el turbio gemido de las cloacas se extiende
con la sed en el rumbo plúmbeo.
Sin trabajar el sudor,
sin que tus visiones te ingieran,
así se espera el nuevo amanecer
(con algo más de fuego en los bolsillos).

Luego, en el séptimo despertar,
las eternas ojeras te calumnian
y las orugas siguen presas en el muro.
Este viejo sol está harto de brillar.




Κάποιες φορές όταν με φυλακίζει η νύχτα

Κάποιες φορές, όταν με φυλακίζει η νύχτα
συνηθίζω να κάθομαι μπροστά από έναν τηλεφωνικό θάλαμο
και συλλογίζομαι τα στόματα που μιλούν
σε μακρινά αυτιά. 
Κι όταν ο πάγος της μοναξιάς
μου κόβει τις φλέβες, οι γύφτοι σκουπιδιάρηδες
σιγοτραγουδούν λυπητερά
και τα αστέρια παίρνουν τη θέση του, εγώ χαϊδεύω το τηλέφωνο
και του ψιθυρίζω χωρίς να χρησιμοποιώ κέρματα.



A veces cuando la noche me aprisiona

A veces, cuando la noche me aprisiona
suelo sentarme frente a una cabina telefónica
y contemplo las bocas que hablan
para lejanos oídos.
Y cuando el hielo de la soledad
me ha desvenado, los barrenderos moros
canturrean tristemente
y las estrellas ocupan su lugar, yo acaricio el teléfono
y le susurro sin usar monedas.



Είσαι μια καλή στιγμή για να πεθάνω

στη Μαρία Χοσέ

Ξημερώνοντας και βραδιάζοντας
συγχρόνως,
αγάπη μου, δεν είναι αυτός ο τρόπος
που θα σου άρεσε να ζεις;
Στο κεφάλι μου υπάρχει ένα άλμπουμ
με κίτρινες φωτογραφίες
και το συμπληρώνω με τα μάτια μου,
με τους πιο ελαφρείς θορύβους,
πιάνοντας μυρωδιές στον αέρα
και σε κάθε όνειρο που ονειρεύομαι.
Ξέρεις κάτι, μικρή; 
Η τελευταία σελίδα του άλμπουμ μου
έχει το βροχερό σου στόμα να μου δαγκώνει ένα χείλος,
έναν δίσκο ροκ εντ ρολ
και χρωματιστές κάλτσες.  
Τα μάτια μου ήταν γρήγορα,
σου έκανα έρωτα φορώντας ρούχα
μέσα από ένα
μακρύ χρυσό καλαμάκι
ενώ διέσχιζες το δρόμο
με τα μαλλιά σου να καίγονται.
Αλλά τώρα είναι τα πόδια σου
αυτά που πάνε τα βήματά μου,
γι’ αυτό μην ξεγελιέσαι
αφού αλλιώς θα έπεφτα!
Σε πίνω σε κάθε ποτήρι νερού
που σβήνει τη δίψα μου,
τα λόγια μου είναι καθαρά σαν μικρά παιδιά
ή πυκνά σαν σπέρμα που διαποτίζει κουρτίνες,
αλλά σήμερα πρέπει να επινοήσω
μια νέα γλώσσα
για να συνομιλήσω με τα τρυφερά ηλεκτρικά σου νιαουρίσματα
και τις κραυγές ευφορίας
του κόσμου που ζει στο κεφάλι σου.
Πρέπει να ξέρεις πως κάποιες φορές
είμαι σαν μια ατέλειωτη ταφή,
πάντα θλιμμένη και γαλάζια 
που ανεβαίνει και κατεβαίνει
τον ίδιο δρόμο.
Μα άλλες φορές είμαι ένα ποτάμι γέλιου
που τρέχει σε όλη την ακτή, 
κάνοντας έρωτα στη θάλασσα,
μια μεταδοτική ευτυχία,
ένα περίστροφο αγάπης, μωρό μου,
και θα πυροβολήσω ακριβώς στην καρδιά σου
μπανγκ μπανγκ!
σου ‘ριξα;
Θέλω να σε κουνήσω, να σε κυλήσω και να σε κοιμίσω,
βουνό από αλκοόλ
και κοκκινωπή βραδιά.
Είσαι μια καλή στιγμή για να πεθάνω.


(14
Δεκεμβρίου ’75. Τελευταίο ποίημα)


Eres un buen momento para morirme

a María José

Amaneciendo y anocheciendo
a un mismo tiempo,
cariño, ¿no es ésta la forma
en que te gustaría vivir?
En mi cabeza hay un álbum
de fotos amarillentas
y lo voy completando con mis ojos,
con los más leves ruidos,
atrapando olores en el aire
y en cada sueño que sueño.
¿Sabes una cosa, pequeña?
La última página de mi álbum
tiene tu boca lluviosa mordiéndome un labio,
un disco de rock'n'roll
y calcetines de colores.
Mis ojos han sido rápidos,
te he hecho el amor con la ropa puesta
a través de una
larga pajita dorada
mientras cruzabas la calle
con el cabello ardiendo.
Pero ahora son tus pies
quienes dan mis pasos,
¡así que no te equivoques
pues me caería!
Te bebo en cada vaso de agua
que sacia mi sed,
mis palabras son claras como niños pequeños
o espesas como semen empapando cortinas,
pero hoy tengo que inventar
un nuevo idioma
para conversar con tus tiernos maullidos eléctricos
y los gritos de euforia
de la gente que vive en tu cabeza.
Debes saber que a veces
soy como un entierro interminable,
siempre triste y azul
subiendo y bajando
por la misma calle.
Pero otras veces soy un río de risa
corriéndome por toda la ribera,
haciendo el amor a la mar,
una felicidad contagiosa,
un revólver de amor, nena,
y voy a disparar justo a tu corazón
¡bang, bang!
¿te di?
Quiero arrollarte, enrollarte y arrullarte,
montaña de aguardiente
y tarde rojiza.
Eres
un buen momento para morirme.

(14 diciembre 75. Último poema)

17

Ονειρεύομαι κυριολεκτικά: Εδώ και αιώνες το σώμα μου δουλεύει χωρίς αναπαμό στο βάθος ενός ορυχείου. Ανοίγω τη γη με ένα τσεκούρι και τα πιο σπάνια ορυκτά πετάγονται σαν θερμοπίδακες μέχρι να τυφλωθούν τα μάτια μου. Το ζαφείρι «αστερίας» γεύεται την ακουαμαρίνα, ο άνεμος αντηχεί με μανία τεμαχίζοντας αχάτες και τοίχους από νεφρίτη. Καβούρια μεγαλώνουν απ’ τις λακκούβες του αίματός μου με οπάλια στις οφθαλμικές κοιλότητες. Βήρυλλοι και τιρκουάζ γεμίζουν όλα τα ανοίγματα της σπηλιάς, γρανάτες ουβαροβίτες σχηματίζουν μια μακριά οροφή από σταλακτίτες. Η πόρτα της σπηλιάς μένει φραγμένη από ένα βουνό κόκκινα μυρμήγκια. Ξαφνικά ένα παγωμένο τρέμουλο μου αναδεύει το σώμα, φωνάζω, βγάζω νύχια, πετάγομαι σαν αγρίμι ενάντια στο οχυρό των μυρμηγκιών, τους κόβω τα κρανία όπως οι χωρικοί θερίζουν το σιτάρι. Τα δαγκώνω και τα συνθλίβω με τα γυμνά μου πόδια, πληγές συσσωρεύονται στη σάρκα μου, ο περιστροφικός κάματος μαραζώνει τη μορφή μου με ανοιχτά τραύματα. Επιτέλους καταφέρνω να κάνω ένα άνοιγμα ανάμεσα στα μυρμήγκια, μια κόρη οφθαλμού ξεφεύγει από την τροχιά της για να αγγίξει το φως του ήλιου. Αυτό μου ξαναδίνει θάρρος και, ενώ στύβω με τα χέρια μου τους θώρακές τους από ζελατίνη, εκείνα μου κάνουν το πρόσωπο σαν κατατροπωμένου πυγμάχου. Αρπάζω με ένα δάχτυλο έναν θάμνο από χόρτα απ’ έξω, σιγά σιγά το υπόλοιπο σώμα επίσης τον πιάνει, τα έντομα καρφώνουν τα λυσσαλέα δόντια τους, νιώθοντας πως η λεία τους, τους ξεφεύγει. Αναπνέω αέρα. Βγήκα έχοντας γίνει κουρέλι, γυρίζω το πρόσωπο και τώρα το ζωηρό οχυρό ξαναέκλεισε, κάποια από εκείνα τα ζωύφια φώλιασαν στο δέρμα μου, τα διαλύω με ευχαρίστηση. Ήταν μια πραγματική επανάσταση και νίκησα. Σέρνομαι και στενάζω σαν ένα πουλί που έπεσε σε έναν βάτο. Στο κέντρο του κάμπου κοιτάζω έναν όρθιο καθρέφτη. Προχωρώ μπροστά με πείσμα, όπως ένα φίδι που παραμονεύει το θύμα του… Στο τέλος φτάνω τον καθρέφτη: παρατηρώ την πιο αποκρουστική ανθρώπινη μορφή. Όλο μου το σώμα καλύπτεται από μια στιβάδα, αρχίζω να ξεφορτώνομαι το δέρμα που έχει υποστεί αιώνες σκλαβιάς, τον αγώνα ενάντια στους τυράννους, τη μυρωδιά μούχλας της πιο βαθιάς σπηλιάς. Ξεριζώνω το τριχωτό της κεφαλής. Το άλλο μου δέρμα, αυτό που πάντα είχε παραμείνει στο εσωτερικό μου προφυλαγμένο απ’ τη βρωμιά, είναι άχρωμο και τα πράσινα μάτια μου μοιάζουν με δυο σμαράγδια στο χιόνι. Αποτινάζω τη στιβάδα από μαλλιά και βρύα της γλώσσας, μια σάπια κρούστα πάνω στα αληθινά μου δόντια από γάλα, η μάσκα πέφτει σαν ένα σπίτι κατεδαφισμένο. Σκίζω την επιδερμίδα του θώρακά μου, τα γεννητικά όργανα, τα πόδια. Μένω σαν ένας λοφίσκος από χιόνι και στα πόδια μου μια λακκούβα από σάρκα πυώδης και γλοιώδης.
Κινούμαι γρήγορα σαν ένα άγριο πουλάρι με τη χαίτη μουσκεμένη απ’ τη βροχή. Οδεύω κατά το μεγάλο ποτάμι. Το κρύο διαπερνά τα κόκαλά μου που μοιάζουν λαμπάδες. Αγγίζω το νερό και νερό γίνομαι.

(Απόσπασμα από το βιβλίο Το χάρισμα του Βοράθε, εκδόσεις Demipage, 1975)


17

Estoy soñando literalmente: Desde hace siglos mi cuerpo trabaja sin descanso en el fondo de una mina. Abro la tierra con un hacha y los más raros minerales saltan como géiseres hasta cegar mis ojos. El zafiro estrellado paladea el aguamarina, el viento retumba con furia descuartizando ágatas y paredes de jade. Cangrejos crecen de los charcos de mi sangre con ópalos en las cavidades oculares. Berilos y turquesas macizan todos los huecos de la gruta, granates uwarowitas forman un largo techo de estalactitas. La puerta de la gruta queda obstruida por una montaña de hormigas rojas. De repente un temblor helado me revuelve el cuerpo, grito, araño, me lanzo salvajemente contra la muralla de hormigas, les cerceno sus cráneos como los campesinos rapuzan la mies. Las muerdo y aplasto con mis pies descalzos, heridas se amontonan en mi carne, el tortuoso bregar atrofia mi figura con llagas. Por fin consigo hacer un hueco entre las hormigas, una pupila se sale de su órbita para tocar la luz del sol. Esto me da nuevos ánimos y, mientras estrujo con mis manos sus tórax de gelatina, ellas me ponen la cara como la de un boxeador derrotado. Atrapo con un dedo un matojo de yerbas del exterior, poco a poco el resto del cuerpo también lo alcanza, los insectos hincan sus dientes rabiosos, al sentir que su presa se les escapa. Respiro aire. He salido hecho jirones, vuelvo el rostro y ya la muralla vívida se ha vuelto a cerrar, algunos de estos bichos han anidado en mi piel, me deshago de ellos con placer. Ha sido una auténtica revolución y he vencido. Me arrastro y gimo como un pájaro caído en un zarzal. En el centro del campo ojeo un espejo erguido. Avanzo tenazmente, como un ofidio acecha a su víctima… Al fin alcanzo el espejo: observo la más horrible figura humana. Todo mi cuerpo tiene una capa superpuesta, comienzo a desprenderme la piel que ha sufrido siglos de esclavización, la lucha contra los tiranos, el olor mohoso de la más profunda gruta. Me arranco el cuero cabelludo. Mi otra piel, la que siempre ha permanecido en mi interior salvaguardada de la inmundicia, es incolora y mis ojos verdes parecen dos esmeraldas en la nieve. Me desembarazo de la capa de pelo y musgo de la lengua, una costra pútrida sobre mis auténticos dientes de leche, la máscara cae como una casa derruida. Despedazo la epidermis de mi tórax, sexo, piernas. Quedo como un montículo de nieve y a mis pies un charco de carne purulenta y mugre.
Me muevo ágilmente como un potro salvaje con las crines mojadas por la lluvia. Me encamino al gran río. El frío penetra en mis huesos como cirios. Toco el agua y en agua me convierto.

(Fragmento del libro El don de Vorace, editorial Demipage, 1975)

(Το Παράθυρο, Τεύχος 25, Ιούλιος 2016)



2 σχόλια:

Νimertis είπε...

Συγκλονιστική η γραφή αυτού του τόσο νέου ποιητή... εύγε Σοφία... τι ωραία δουλειά!

Άτη Σολέρτη είπε...

Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια Αντώνη! Εκτιμώ κάθε επίσκεψη εδώ! Είναι εξαιρετικός ο Κασανόβα. Ελπίζω μελλοντικά να μεταφράσω περισσότερα ποιήματά του. Να είσαι καλά!