Ακολουθώ την ίδια λάθος διαδρομή απ' τον καιρό της μάταιης αναζήτησης... μέχρι να καταλήξω στο σωστό... Προορισμό; Μοιάζει το τέλος. Αγωνία! Το ταξίδι σημαδεύτηκε απ' το χορό εκείνο... της ώρας του γενέθλιου περάσματος από τη μέθη της γιορτής που φέρει ο χτύπος του παρόντος, στη λύπη της τελείωσης που τον ορίζει παρελθόν. Δένω σφιχτά τη μέλλουσα πληγή του κάθε βήματος... που απαιτεί ο χορός εκείνος... ο ίδιος που αντιδρά στη στιγμιαία στασιμότητα της σκέψης. Τρεις πίθηκοι σημάδεψαν τη σκέψη. Πανούργοι συκοφάντες. Κλέφτες οι μιμητές της ύπαρξης. Εκείνοι σέρνουν το χορό. Τα βήματα του Χρόνου. Τρία. Ουδέτερα περάσματα. Τα ποιήματα της αγωνίας. Η απουσία της δράσης εκμηδενίζει την αντίδραση. Σβησμένη παραμένει η ύπαρξη απ' τη σκέψη. Το χρονικό της αγωνίας δημιούργησε. Το πρώτο ποίημα της συνείδησης έσπρωξε στην αυτοκτονία το πρώτο βήμα του χορού κάθε περάσματος αυτής της ύπαρξης. Κρίμα! Μοίρα; Δεν τόλμησα ποτέ το πρώτο.
Βοήθεια! Πρέπει να φτάσω. Να τρέξω. Ν’ αλλάξω. Ίσως χαθώ. Στο βάθος του δρόμου… Το λόγο… Το χτύπο… Κάτι θ’ ακούσω. Πρέπει να φτάσω. Βοήθεια! Το ρίσκο να πάρω. Πρέπει… Ν’ αράξω. Στη ζυγαριά τ’ ανέμου ν’ αφήσω… Τα χέρια. Κλεμμένη την όψη να σβήσω. Να πάρω. Βοήθεια! Πρέπει ν’ αλλάξω. Όσους κυνήγησα πρέπει να πιάσω. Ορίζοντες. Ασάλευτους όρκους. Τους μοναχούς της κλεμμένης οδού. Το τέρας που έκρυψα. Το νόμο. Ν’ αλλάξω. Το ρίσκο θα πάρω. Βοήθεια! Κάτι να κάνω! Ν’ αφήσω το εξάρτημα της μηχανής να σπάσει. Αυτό που δένει να κυλήσει. Σα ρόδα στροφάρει. Το πυρωμένο σίδερο να ξεχυθεί. Να λάμψει. Βοήθεια! Κάτι σαλπάρει. Τα τεντωμένα δάχτυλα. Την αγωνία απογειώνω μ’ ένα βαθύ παράπονο. Το δυνατό κρότο ξεθάβω… κι έτσι γραμμώνω τη μορφή. Σχήμα την κάνω. Βοήθεια! Κύκλους ταράττω. Κάποιος ωθεί. Κάποιος μισεί. Κάποιος στο πανηγύρι τους ορφανούς καλεί. Βοήθεια! Κάτι θα δει! Την ξεχασμένη τραγωδία ειρωνικά κεντά στο δέρμα του θανάτου. Βοήθεια! Κάποιος θα ‘ρθει! Ίχνη από μέταλλο στο χιόνι. Κάποιο καρφί. Άρμα απρόσωπο. Στάζει βροχή. Ο υποχθόνιος προσωπάρχης με καλεί. Βοήθεια! Κάτι θα δει! Ακίνητη στέκει η λίμνη. Στα παγωμένα της νερά σταμάτησε για να καθρεφτιστεί. Τη μοίρα έκλεισε μες στους υγρούς κρυστάλλους των ματιών του. Το φύλο του δεν καθορίστηκε. Βοήθεια! Πρέπει να δει! Πρέπει να δει! Είναι μακριά. Δε γράφει χρόνο. Κάτι είναι πέρα απ’ τη σιωπή. Βοήθεια! Πρέπει να δει! Πρέπει να δει! Πρέπει να φτάσει! Να ορκιστεί! Ειν’ η γαλήνη! Είν’ η γαλήνη του θανάτου. Γλιστράει στο άρμα κι επιζεί.
Ακολουθώ ιχνηλατώντας… συνειδητά παραδομένος στο παραμιλητό της διαδρομής.
Πίνακας: «Yea Though I Walk Through the Valley of the Shadow of Death I Will Fear No Evil» by Franc C. Pape
Προσπάθησα να φτιάξω το πορτραίτο μου. Λευκό χρωμάτισα το πρόσωπο. Ύστερα κίτρινο. Ωχρό. Δε μου έμοιαζε. Έβαλα μαύρο. Κόκκινα έβαψα τα χείλια. Μαλλιά δεν έβαλα. Δεν είχα. Χρώμα στα μάτια... Είχα; Ανάγλυφη σχημάτισα τη μύτη. Ψηλή, λεπτή σα δέντρο που αναπνέει το ίδιο άρωμα μ' αυτό που ευωδιάζει. Δελεάζει το δέντρο. Η μύτη... Η γνώση τρομάζει. Να θυμηθώ να μη μαζέψω τους καρπούς! Στάζει απ' τη μύτη δηλητήριο. Τη γεύση δελεάζει. Καμπυλωτά αποτύπωσα τα φρύδια. Λαβύρινθους που έψαχνα... Εκεί ψηλά τους βρήκα. Πάνω απ' τα μάτια. Το οξυγόνο που μου έλειπε βρήκα. Στη μύτη αναρριχήθηκα και μάτια απέκτησα. Έτσι είδα. Χρώμα δε βρήκα. Έβαψα κόκκινα τα χέρια... για να ταιριάξουν με τα χείλια. Ύστερα... πρόσθεσα φίμωτρο στο στόμα και μ' αλυσίδες έπλεξα τα χέρια. Έτσι μόνο θα γλίτωνα απ' την αλήθεια κι απ' το έγκλημα.