3.12.10

Η ΖΩΗ


Ακολουθώ την ίδια λάθος διαδρομή
απ' τον καιρό της μάταιης αναζήτησης...
μέχρι να καταλήξω στο σωστό...
Προορισμό;
Μοιάζει το τέλος.
Αγωνία!
Το ταξίδι σημαδεύτηκε απ' το χορό εκείνο...
της ώρας του γενέθλιου περάσματος από τη μέθη της γιορτής
που φέρει ο χτύπος του παρόντος,
στη λύπη της τελείωσης που τον ορίζει παρελθόν.
Δένω σφιχτά τη μέλλουσα πληγή του κάθε βήματος...
που απαιτεί ο χορός
εκείνος...
ο ίδιος που αντιδρά στη στιγμιαία στασιμότητα της σκέψης.
Τρεις πίθηκοι σημάδεψαν τη σκέψη.
Πανούργοι συκοφάντες.
Κλέφτες οι μιμητές της ύπαρξης.
Εκείνοι σέρνουν το χορό.
Τα βήματα του Χρόνου.
Τρία.
Ουδέτερα περάσματα.
Τα ποιήματα της αγωνίας.
Η απουσία της δράσης εκμηδενίζει την αντίδραση.
Σβησμένη παραμένει η ύπαρξη απ' τη σκέψη.
Το χρονικό της αγωνίας δημιούργησε.
Το πρώτο ποίημα της συνείδησης έσπρωξε στην αυτοκτονία το πρώτο βήμα του χορού κάθε περάσματος αυτής της ύπαρξης.
Κρίμα!
Μοίρα;
Δεν τόλμησα ποτέ το πρώτο.

Πίνακας: «Dance of life» by Edvard Munch

3.11.10

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ


Βοήθεια!
Πρέπει να φτάσω. Να τρέξω. Ν’ αλλάξω.
Ίσως χαθώ. Στο βάθος του δρόμου…
Το λόγο…
Το χτύπο…
Κάτι θ’ ακούσω. Πρέπει να φτάσω.
Βοήθεια!
Το ρίσκο να πάρω. Πρέπει… Ν’ αράξω.
Στη ζυγαριά τ’ ανέμου ν’ αφήσω… Τα χέρια.
Κλεμμένη την όψη να σβήσω. Να πάρω.
Βοήθεια!
Πρέπει ν’ αλλάξω.
Όσους κυνήγησα πρέπει να πιάσω.
Ορίζοντες.
Ασάλευτους όρκους.
Τους μοναχούς της κλεμμένης οδού.
Το τέρας που έκρυψα. Το νόμο. Ν’ αλλάξω.
Το ρίσκο θα πάρω.
Βοήθεια!
Κάτι να κάνω!
Ν’ αφήσω το εξάρτημα της μηχανής να σπάσει.
Αυτό που δένει να κυλήσει. Σα ρόδα στροφάρει.
Το πυρωμένο σίδερο να ξεχυθεί. Να λάμψει.
Βοήθεια!
Κάτι σαλπάρει.
Τα τεντωμένα δάχτυλα.
Την αγωνία απογειώνω μ’ ένα βαθύ παράπονο.
Το δυνατό κρότο ξεθάβω… κι έτσι γραμμώνω τη μορφή.
Σχήμα την κάνω.
Βοήθεια!
Κύκλους ταράττω.
Κάποιος ωθεί. Κάποιος μισεί.
Κάποιος στο πανηγύρι τους ορφανούς καλεί.
Βοήθεια!
Κάτι θα δει!
Την ξεχασμένη τραγωδία ειρωνικά κεντά στο δέρμα του θανάτου.
Βοήθεια!
Κάποιος θα ‘ρθει!
Ίχνη από μέταλλο στο χιόνι. Κάποιο καρφί.
Άρμα απρόσωπο. Στάζει βροχή.
Ο υποχθόνιος προσωπάρχης με καλεί.
Βοήθεια!
Κάτι θα δει!
Ακίνητη στέκει η λίμνη.
Στα παγωμένα της νερά σταμάτησε για να καθρεφτιστεί.
Τη μοίρα έκλεισε μες στους υγρούς κρυστάλλους των ματιών του.
Το φύλο του δεν καθορίστηκε.
Βοήθεια!
Πρέπει να δει! Πρέπει να δει!
Είναι μακριά.
Δε γράφει χρόνο.
Κάτι είναι πέρα απ’ τη σιωπή.
Βοήθεια! Πρέπει να δει!
Πρέπει να δει! Πρέπει να φτάσει! Να ορκιστεί!
Ειν’ η γαλήνη!
Είν’ η γαλήνη του θανάτου.
Γλιστράει στο άρμα κι επιζεί.

Ακολουθώ ιχνηλατώντας…
συνειδητά παραδομένος στο παραμιλητό της διαδρομής.

Πίνακας: «Yea Though I Walk Through the Valley of the Shadow of Death I Will Fear No Evil» by Franc C. Pape

2.10.10

ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ


Προσπάθησα να φτιάξω το πορτραίτο μου.
Λευκό χρωμάτισα το πρόσωπο. Ύστερα κίτρινο. Ωχρό.
Δε μου έμοιαζε.
Έβαλα μαύρο.
Κόκκινα έβαψα τα χείλια.
Μαλλιά δεν έβαλα. Δεν είχα.
Χρώμα στα μάτια... Είχα;
Ανάγλυφη σχημάτισα τη μύτη.
Ψηλή, λεπτή σα δέντρο που αναπνέει
το ίδιο άρωμα μ' αυτό που ευωδιάζει.
Δελεάζει το δέντρο. Η μύτη...
Η γνώση τρομάζει.
Να θυμηθώ να μη μαζέψω τους καρπούς!
Στάζει απ' τη μύτη δηλητήριο. Τη γεύση δελεάζει.
Καμπυλωτά αποτύπωσα τα φρύδια.
Λαβύρινθους που έψαχνα...
Εκεί ψηλά τους βρήκα. Πάνω απ' τα μάτια.
Το οξυγόνο που μου έλειπε βρήκα.
Στη μύτη αναρριχήθηκα και μάτια απέκτησα. Έτσι είδα.
Χρώμα δε βρήκα.
Έβαψα κόκκινα τα χέρια... για να ταιριάξουν με τα χείλια.
Ύστερα...
πρόσθεσα φίμωτρο στο στόμα
και μ' αλυσίδες έπλεξα τα χέρια.
Έτσι μόνο θα γλίτωνα απ' την αλήθεια κι απ' το έγκλημα.

«Dame mit reiher» by Otto Dix

2.9.10

ΑΝΤΙΘΕΣΗ


Χαμένοι κι ορκισμένοι αιώνιοι εχθροί, καπνίζουμε την ίδια ανάσα.

Στους λαβυρίνθους των Θεών, πλέκουμε αγκάθια κι οιωνούς για να στολίσουμε εκείνα...

Τ' αντίθετα.

Τ' αρχαία ζεύγη της αβύσσου...

που μας παγίδευσαν πριν κλείσουμε τα μάτια.

Εσύ τολμάς, για τελετές εξαγνισμού μιας περασμένης αθωότητας...

κι Εγώ φυγοπονώ για τις ανούσιες ιερότητες που ναυαγούν σιμά μου.

Εσύ ξυπνάς υπνοβατώντας...

αέρινη...

ανάλαφρη...

σα μεθυσμένη στροβιλίζεσαι στων πηγαδιών τα χείλη.

Κι Εγώ κοιμάμαι αγρυπνώντας...

για ν' αντικρύσω σμήνη πουλιών φιλοσοφίας...

νοσταλγικών.

Διπρόσωπων.

Εσύ κι Εγώ.

Τα χείλη και τα σμήνη.

Τρομάξαμε τα πλήθη!

Οι αιωνόβιοι εχθροί μας...

μας πλέξανε το εγκώμιο της λήθης.

Μια Αντιγόνη!

Μια Ισμήνη!

Μας ράψανε στα μέτρα τους...

ξορκίζοντας με λύπη,

την αντιθετική φορά που γέννησε τη σήψη.

Μυρίζεις...

Ακόμα...

Αγαπημένο αίμα.

Βράζεις.

Κοχλάζεις.

Τη διαφωνία και τη σύνεση.

Την τόλμη. Την αντίθεση.

Το αίμα!

Το μένος θα χαράξω...

στον τάφο του αίματος που άνοιξες... για μένα!

Κι εσύ θα συγχωρέσεις της αδελφής σου κάθε εγκληματική ενέργεια...

μ' ένα σου νεύμα!

Ίσως να γίνουμε Ένα.

Εγώ κι ο τάφος.

Εσύ κι ο τάφος.

Εγώ μ' Εσένα!

Τι θα προβάλλει ο λαμπυρίζων ουρανός πάνω στον τάφο των ειδώλων μας;

Το πρόσωπό του.

Μια ταύτιση.

Εγώ κι αυτός.

Εσύ κι αυτός.

Εγώ μ' Εσένα!

Γδαρμένες απ' της μοίρας μας τα αιμοβόρα νύχια...

τα ρούχα μας θ' αλλάξουμε.

Θα εξαπατήσουμε όσους μας έχτισαν απέναντι σε κάθε λογική και τρέλα.

Κάποιος θα σκοτωθεί απόψε.

Κάποιος θα φαγωθεί.

Δε θα θαφτεί.

Δεν είμαστε Ένα.


Πίνακας: «Double Vision» by Susan Megur

3.8.10

ΚΕΝΟΤΗΣ


Λευκό, γλυκόπικρο, απορημένο, στο χρόνο εξαϋλωμένο άδειασμα...

Εσύ!

Φράζεις το δρόμο του σοφού Γέροντα.

Το μονοπάτι που διαβαίνει, μουδιάζει στοργικά...

καθώς αναπολεί το Χρόνο και το Σύμπαν της τρισυπόστατης δημιουργίας της Ύλης.

Τα παιδιά του θέλει να φτάσει.

Σέρνει τα πόδια του.

Σπάνε ένα - ένα τα οστά του στην κάθε του προσπάθεια να κινηθεί.

Έτσι αντιδράνε.

Ο νόμος της εκδίκησης. Παντού. Ο πόνος.

Βλέπω μια πύκνωση. Αυστηρή. Ασυμβίβαστη. Κάθε συνείδηση...

Απόλυτη η αίσθηση της αδειασμένης και μουδιασμένης ατομικότητας.

Ποιο όν καλύπτει μ' αυτό το πέπλο θυμιατού, κάθε ουσία που με καλεί να υπακούσω σ' αυτή την τρυφερή ανάγκη για αποσύνθεση;

Έχει τριγωνικό κεφάλι.

Γίνεται ένα με το Σύμπαν καθώς ανοίγει τα φτερά.

Σχήμα Σταυρού. Κενότης του Θανάτου.

Από ‘κεί κρέμεται το γήρας κι η νεότης.

Ποιανού είναι τα μαλλιά;

Στην κόλαση!

Κοκκινόμαυρη οργή. Έκρηξη μυστικών δυνάμεων.

Στην κόλαση!

Εκεί θα εξαϋλωθώ.

Εγώ το Ένα. Θα γίνω Τρία.

Εκεί θα συναντήσω τα πεινασμένα μου παιδιά.

Τρίδυμο. Τρισδιάστατο. Τρισυπόστατο. Εγώ.

Τώρα ξέρω.

Ο εγωισμός μου.

Αυτός είναι που συρρικνώνει.

Μόνος αυτός δε μ' άφησε να τ' αγγίξω και να τα θρέψω.

Άδειασμα...

Του χάους σοφιστεία.

Δεν υπήρξες ποτέ έτσι.


Πίνακας: «The Tree of Knowledge» by Janet Shafner

19.6.10

ΓΑΛΑΖΙΕΣ ΧΑΡΤΙΝΕΣ ΣΑΪΤΕΣ


Μικρές σχισμένες χάρτινες σαΐτες...

περιπλανιούνται στον αέρα.

Μικρές σχισμένες ορφανές ρουφήχτρες

περιπλανώνται στ' αλμυρά νερά.

Μικρές και χάρτινες γαλάζιες οπτασίες

κλαίνε με δάκρυα που αγγίζουν φυλαχτά.

Κι εσύ μικρή και κάτασπρη...

ξεβάφεις...

Σαν ορφανή στέλνεις σαΐτες για να υπάρχεις.

Ρουφάς τα δάκρυα, ψηλά για να πετάξεις.

Στη δίνη των γαλάζιων φυλαχτών περιπλανιέσαι.

Για ν' αποκτήσεις προορισμό...

Για ν' αποκτήσεις φυλαχτό.

Στη δίνη των γαλάζιων μυστικών!

Στη δίνη των γαλάζιων μυστικών,

σαΐτες είμαστε όλοι.

Όχι μόνοι.

Αγχόνες στήνουμε στις ορφανές...

κι έπειτα ανοίγουμε...

ποτίζουμε με δάκρυα και φυλαχτά γεμίζουμε.

Στη δίνη των γαλάζιων τιμωρών περιπλανιέσαι...

γαλάζια, ξεσκισμένη οπτασία,

ξεγελιέσαι!


Πίνακας: «Fade away» by Michael TMAD Finney

18.5.10

ΩΔΗ ΣΤΗ ΦΡΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΡΟΜΟ


Ωδή στη φρίκη και στον τρόμο

απ’ τα υπόγεια διαστημικών πλασμάτων…

ως τους ουρανοξύστες των τεθνεώτων αδελφών του ύποπτου χρόνου.

Οι τρισδιάστατοι βρυκόλακες ακόμα με συσπάσεις των σιαγόνων…

τρομάζουν τις μεταλλικές σκεπές ανυποψίαστων παρθένων.

Ραίνουν με αιμοπέταλα τις νυχτικιές,

μετά τις ράβουν αιμοστάτες στα καλώδια.

Τα ηλεκτροφόρα δίκτυα προστάζουν…

με μύγες να μονώσουνε τις τρύπες,

του τρομαγμένου νευρικού συστήματος

της αφορμής του μέλλοντος,

της απαρχής του συγχυσμένου μαύρου φόντου.

Αυτό το τρίμορφο… σκελετικό…,

το συμπλεγματικό του αδελφικού ορού εξαϋλώνεται…

μαζί με την ουσία που περιπαίζει με γκριμάτσες τους καπνίζοντες…,

τους διυλίζοντες τη σκέψη ξεφυσώντας.

Τούτη τη σκέψη κόβουν πισώπλατες και εκκωφαντικές…

αιμορραγούσες μαχαιριές,

που σχηματίζουν κατσαρίδες στα σαρκικά καλούπια.

Εικαστικά κομψοτεχνήματα.

Φυλάκια οστέινων εφιαλτών.

Κραυγών ψευδών κι αληθινών.

Μοντέρνων παρασίτων που καιροφυλακτούν, μισούν κι εξολοθρεύουν…

προφήτες του περιθωρίου.

Ανοιγοκλείνουν στόματα, δάχτυλα, βλέφαρα μες στα σκοτάδια.

Δίπλα σε σκάλα φωτισμένη με φακό…

τα πτώματα μαζεύονται… τα ταφικά προσκέφαλα να προσκυνήσουν.

Αραιωμένοι ίσκιοι φωτός σε φόντο γκρίζο…,

των μαγισσών θυσίες ορέγονται…

κι ύστερα κρύβονται…

αφήνοντας επίτηδες τα ίχνη να φανούν.

Πονούν. Αυτοκτονούν.

Γυμνοί αφήνονται…

Με κλάμα ντύνονται ραντάρ,

τις αραχνοειδείς κινήσεις μηχανεύονται…

μέσ’ απ’ το τηλεσκόπιο παρατηρώντας.

Μία εκτόξευση δρα μηχανορραφώντας.

Η μπαταρία της αδειάζει.

Χάρτινα παραπήγματα.

Φωλιές απορημένων, τρελών, συμβιβασμένων… γεννούν γεννήτριες.

Οι τροφοδότες ψάχνουν μήτρες.

Η εγωκεντρική φιγούρα στο μέσον γελά.

Το καπέλο ζητά. Μια καρέκλα να κάτσει.

Κάτι ρόδες κυλά. Μηχανή που ταράζει.

Στην ιστορία βουλιάζει ακτίνες κύκλου.

Μία φοβία των κτηρίων την αύρα κεντά.

Μέσ’ απ’ την τηλεόραση δολοφονεί ζωές, ψυχές, καγκελωμένες πόρτες.

Πόλεις του μέλλοντος,

Βασίλεια τεταρτημορίων.

Τρέφουν το φοβικό συναίσθημα της φρίκης και του τρόμου.

Το τρισδιάστατο εγώ της μέλλουσας μητρόπολης.

……………………...

……………………...

Ουτοπικό κατηγορώ.


“Metropolis” by Fritz Lang

5.5.10

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ


Μια καταιγίδα τάραξε τον ύπνο μου...

κι ένωσε το σώμα με το πνεύμα μου,

που ως τότε ζούσαν χωριστά...

στη Χώρα των απαγορευμένων Ονείρων.

Οργή κυρίευσε τη σαλεμένη μου ψυχή...

και με ψυχή γύρεψα εκδίκηση.

Τη σφραγισμένη του Μορφέα άνοιξα πύλη

και ντύθηκα καλά με το μανδύα του Ανέμου.

Έπρεπε να προστατευτώ απ' την καταιγίδα!

Εκείνος κόλλησε πάνω μου σαν αιμοβόρα βδέλλα...

και μ' έκανε Ηρακλή

να δηλητηριάζομαι από έναν εραστή-φονιά.

Σπάραζα και χτυπιόμουνα σαν βακχική μαινάδα.

Δεν είχα προδοθεί ξανά.

Μετάνοια φώναζα, ζητούσα...

ικέτευα την καταιγίδα να με πνίξει με το καυτό της αίμα...

δύο φορές για να μ' εκδικηθεί.

Εκείνη σαν μ' αντίκρυσε

από την κλειδαρότρυπα της μαγεμένης πύλης...

ηρέμησε...

κι έπειτα σίγασε.

Γλυκά ένα χαμόγελο σχημάτισε με κορακίσια σύννεφα...

κι ύστερα κρύφτηκε ύπουλα,

πίσω από το διάφανο παραβάν...

ενός γυμνού ουρανού.

Μια αστραπή συντάραξε τα νέφη

και ντύθηκα τον πέπλο μιας βροντής.

Έπρεπε να προστατευτώ απ' την καταιγίδα!


Πίνακας: “Shadow” by Alice Lancefield

22.4.10

Ο ΟΡΚΟΣ


Τι να ζηλέψω απ' τα Πουλιά που κελαηδούν;

Το πέταγμά τους;

Μήπως τη φαινομενική ελευθερία;

Την πένθιμή τους μελωδία;

Τι να ζηλέψω από το φως του Ήλιου που σημαδεύει;

Τι απ' το φως της στοργικής Σελήνης

και των ονειρεμένων Αστεριών;

Τη σκοτοδίνη της θεϊκής ακτινοβολίας;

Μήπως την υποκριτική τους θέρμη;

Τι να ζηλέψω απ' τη Φωτιά της λήθης

και τι απ' την πλανεύτρα Θάλασσα;

Το μεγαλείο της αυτοκαταστροφικότητας που φτιάχνει κύκλους;

Τι να ζηλέψω απ' το Θεό και τι από το Διάβολο;

Τη μανία της αντιφατικής τους εχθρότητας...

ή μήπως...

την ποίηση μίας αλήθειας που μ' έπλασε μ' αλαζονεία;

Όχι!

Όχι πια!

Δε θα ζηλέψω τίποτα απ' αυτά.

Όλα τους...

Όλα τους...

Όλα...

Θα τ' αποκτήσω!


Πίνακας: “Lucifer” by Franz Von Stuck

5.4.10

Η ΘΥΣΙΑ


Τρία σπασμένα τζάμια η απεραντοσύνη του χτες..., του σήμερα..., του αύριο.

Ένα σπασμένο τζάμι... του σήμερα.

Διαλέγω τη θυσία του Αβραάμ,

ακόμα κι αν αυτή χαμογελάει πονηρά...

μπροστά στην όψη της δικής μου.

Στων Βιβλικών οργίων τη σιχαμένη αθλιότητα,

θα βαπτιστώ...

έχοντας την καχυποψία ντύμα,

τη σφραγισμένη αθωότητα στα μάτια,

το βλέμμα καρφωμένο κάτω από το μανδύα των στερημένων εραστών.

Μη!

Μη βιάζεσαι να βγάλεις τις οχιές από τους θάμνους!

Το μυστικό και το κλειδί...

κρέμονται κάτω από τη γλώσσα,

κάθε χριστού υποκριτή που λοξοδρόμησε,

κρατώντας παραμάσχαλα,

τις εντολές του Ευαγγελίου που του μάθανε απρόσκλητοι Τενόροι,

από συμφέρον.

Όσο για μένα...

μόνος μου έμαθα τις νότες να διαβάζω.

Δεν έφτασα τόσο ψηλά!

Δεν ξέρω πως ραγίσανε τα τζάμια.

Πώς σπάσανε;

Το χτες..., το σήμερα..., το αύριο...

Άδεια μπουκάλια.

‘Κει μέσα φυλακίζουν την οργή...,

τις φωναχτές μου σκέψεις...

Δαιμονικές συνομιλίες.

Οι εαυτοί μου κάνουν θυσίες.

Ακόμη...

Λιθοβολούν τις ερινύες.

Οι σκλάβοι γιοι δεν ικετεύουν πια τους θεϊκούς γονείς τους.

Σφάζουνε μόνοι τους, αυτούς που πήγανε αντίθετα στη βούλησή τους.

Τα πρότυπα λαθέψανε.

Το σχήμα τους παντρέψανε με τη συμμετρική ανάμνησή τους.

Μη!

Μη βιάζεσαι να βγάλεις τη σκιά μου απ' τα μάτια σου!

Είναι συμμετρική με τη θωριά σου.

Η Σάρα...

δολοφόνησε τη γέννα, κάτω από της μοιχείας την ποδιά.

Τα δυο παιδιά ψάχνουνε για Πατέρα.

Δεν είναι σκλάβοι τώρα πια.

Θα εκδικηθούν για κάθε Αβραάμ.

Βιάσου!


Πίνακας: “Memory” by Elihu Vedder

3.3.10

ΕΚΔΙΚΗΣΗ


Έχεις βρεθεί ποτέ μονάχος σου,

γυμνός να κείτεσαι σ' ένα ξύλινο πάτωμα...

με το δρεπάνι του Χρόνου να σ' απειλεί;

Έχεις κοιτάξει ποτέ με τεντωμένα μάτια

τον ουρανό κατάματα;

Πόσο καλά έχεις κρύψει μέσα σου ένα άλλο πλάσμα... δολοφονικό;

Για πόσες μέρες;

Πόσα βράδια;

Πόσες ώρες και λεπτά;

Έχεις σκεφτεί ασταμάτητα με φόντο κόκαλα νεκρών

υπό τους ήχους μιας καμπάνας;

Έχεις βαφτεί με αίμα Σταυρών από δικά σου τάματα;

Ξέρεις τι είναι να γίνεσαι καθρέφτης του φονικού σου Εγώ...

να παίζεις παντομίμα μπροστά του...

κι ύστερα να τον σπας αυτοκτονώντας;

Ξέρεις τι είναι ν' ακούς για μουσική...

μόνο τους χτύπους της καρδιάς σου;

Ξέρεις πως είναι η φυλακή της αδράνειας στο σκοτάδι;

Εκεί δεν έχει φαγητό και το νερό που σε ποτίζουν βγαίνει αλμυρό...

από πηγή αστείρευτη.

Αρνείται να σε πνίξει.
Έχεις ποτέ ονειρευτεί με μάτια ολάνοιχτα τη μέρα;

Έχεις γελάσει νευρικά με το άνοιγμα μιας λάμπας;

Πόσο καλά έχεις μάθει να μετράς...

να ξεχωρίζεις μέρες από νύχτες,

μορφές από σκιές,

σκέψεις και αισθήματα;

Πόσο καλά έχεις μάθει να ξεφεύγεις απ' όνειρα...

και να δένεσαι μ' εφιάλτες;

Πόσο καλά έχεις νιώσει...

Πόσο καλά;

…………………………….

…………………………….

Δε με εκπλήσσεις!

Πόσο καλά!

Πόσο καλά ξέρεις να κουλουριάζεσαι...

σ' ένα ξύλινο πάτωμα που γλιστράει!

Πόσο καλά...!


Πίνακας:The Floor Scrappers” by Gustave Caillebotte