25.11.15

Η ΕΡΗΜΟΣ





Το φως του ήλιου, πάλι με κάνει να νυστάζω
και μου θυμίζει πεισματικά,
τη λύτρωση που ακτινοβολεί το ανυπέρβλητο με­γαλείο του.
Μια λύτρωση ειρηνική,
ικανή να με ταξιδέψει στας αιωνίους μονάς της Νήσου των Μακάρων διασχίζοντας την έρημο.
Το διφυή εαυτό του ηλιακού φωτός.
Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στο κάλεσμά σου, Πηγή κάθε δεύτερου εαυτού;

Βουτώ και κλείνομαι σε σένα έρημο!
Στη χρυσoκίτρινη αγκαλιά σου ξαπλώνω την πληγωμένη σάρ­κα μου
και αφήνω το ζοφερό μου πνεύμα να εφησυχαστεί.
Εσύ, καθρέφτη του Ήλιου, μοναδικέ,
άσε το φως και την καυτή σου αύρα, να μ’ αγγίξει,
μήπως και μου αφήσει το ίδιο σημάδι με τη φωτιά...
πριν τη λύτρωση.
Εσύ, ιερή Πότνια Θεά κάθε ασκητή που καταφεύγει σε σένα,
σκέπασε με την άμμο σου τούτο το άψυχο κορμί
και τύφλωσε με την ομιχλώδη σκιά σου, τούτα τα μαγεμένα μάτια.
Κι εσύ Παμμήτειρα Γη,
άσε το γνήσιο τέκνο σου να μ’ οδηγήσει
στους καρπούς των θησαυρών σου,
μήπως και βρω τον ονειρικό ύπνο που καρτερώ.
Το καραβάνι των τσιγγάνων, χορεύει ακόμα... ξυπόλητο,
πάνω στο ηλιοκαμένο σου κορμί,
στους ήχους των ρυθμικών ντεφιών που κρατούν μικρά παιδιά...,
ενώ γριές τσιγγάνες, ψεύτικες προφητείες μαντεύουν...,
χαμόγελα και χρυσά δόντια σκορπίζουν στο φιλικό, ζεστό σου αγέρα...
που κάποτε... γίνεται αμείλικτος... -άξιος γόνος γερακιού-
και αρπάζει μακριά τα νομίσματα χρυσού που κρατούν στα βρώμικα χέρια τους,
τα φορτωμένα αργυρά δαχτυλίδια.
Και καταριούνται... και καταριούνται... τα σπέρματα της μα­νιασμένης βασιλεύουσας άμμου σου.
Οι Άραβες με τ' ανεμίζοντα τουρμπάνια τους,
αγέρωχοι στέκονται πάνω στις κουρασμένες καμήλες, προ­σευχές ψιθυρίζουν...
να τους φανερωθούν καλοί οιωνοί στο αιώνιο ταξίδι τους στην αγκαλιά των μυστικών σου.
Το γαϊτανάκι των φυλών… Νέγροι, Κινέζοι, Λευκοί, όλοι μαζί,
πάνω σε κάρα φορτωμένοι,
όλοι ενωμένοι, σε μια κοινή πορεία, ψάχνουν μαζί με τη σο­φία των Αιγυπτίων
το θησαυρό της γνώσης σου, το δρόμο για τη λύτρωση της όασης
που κρύβεται καλά στο βάθος της καρδιάς σου.

Βουτώ και κλείνομαι σε σένα έρημο!
Το θησαυρό σου από χρυσάφι διεκδικώ και καταριέμαι!
Το Καθαρτήριο των Παθών κι αν συλλογιέμαι,
καλύτερα σε σένα θα το βρω.
Τυλίγομαι σε σένα έρημο!
Τον χρυσαφί μανδύα σου ντύνομαι,
για να μου πιούν το αίμα τα φίδια του δολοφονικού σου εν­δύματος.
Αφήνομαι σε σένα έρημο,
στη ζεστή σου ανάσα,
στη φωνή που σα σειρήνα μου τραγουδά γλυκά και με πα­ρασύρει.
Στη φωνή που με μεθά με το αφιονισμένο πιοτό της αμαρτίας.
Στη φωνή που πάντα με καλεί και ποτέ δε μου φανερώνεται.

Μη σωπαίνεις!
Κι αν προσπαθήσεις ν’ αλλάξεις όψη ή εαυτό φωτός,
με μά­τια που αντέχουν να μένουν ανοιχτά
και πρόσωπο εκτεθει­μένο στις ακτίνες σου...
η νέα σου μορφή φεγγάρι μου... ξέρεις... θα με τυφλώσει!
Βυθίζομαι σε σένα έρημο,
κι επιθυμώ το χωματένιο βυθό σου για τάφο μου.
Όχι μη χάνεσαι! Μη με φοβάσαι!
Μην κρύβεσαι πίσω από τις συννεφώδεις μάζες που έστειλε ένας εχθρός Ουρανός.
Μην αρνείσαι να λιώσεις τα κέρινα φτερά μου.
Μη με παραδίδεις και πάλι στη μορφή που μισώ.
Ψιθυρίζεις και πάλι. Κάτι μου λες.
Κι είναι δύσκολο... να σε καταλάβω.
Όσο όμως και να σε αναθεματίζω καθημερινά, σε συμπονώ...
και σ’ αποδέχομαι παθητικά.

Απόσπασμα από τη νουβέλα «Δαίμονας Χωρίς Ταυτότητα», εκδ. Vakxikon.gr, 2015.

Πίνακας: «Desert Sunset» by Stacy Mark