Κάτω απ' τα μαύρα ρούχα μου...
βαθιά μες στο χλωμό μου δέρμα...
προσπάθησα να κρύψω καλοσύνη.
Για να μη φαίνεται.
Όχι επειδή ήταν κλεμμένη.
Για να μη γίνει.
Τα χέρια μου άπλωσα στον άνεμο...
κι ύστερα του τραγούδησα γλυκά...
Τι ατυχία να ζηλέψουν τα πουλιά!
Με πέρασαν για μοχθηρό κοράκι!
Είχα κρυμμένη καλοσύνη.
Έτσι όλα τους γυμνά και πεινασμένα...
Όρμηξαν καταπάνω μου...
και ξέσκιζαν...
και βίαζαν την άσπιλή μου σάρκα...
δίχως ντροπή κι ενδοιασμό!
Τα δάκρυά μου έβρεχαν τα δυνατά φτερά τους...
όμως τίποτα δεν εμπόδιζε το πέταγμά τους,
το αιμοβόρο σπάραγμά τους πάνω στη ματωμένη μου καρδιά.
Ένα απ' αυτά...
τα λυσσαλέα παιδιά του Βάκχου,
έβγαλε ξάφνου μια κραυγή.
Κραυγή σπαρακτική κλεμμένου παραδείσου.
Η τελευταία θύμηση.
Ο τελευταίος ήχος.
Ο τελευταίος χτύπος.
Πόσο καλά είχα κρύψει καλοσύνη!
Πίνακας: "The angel of destiny" by Odilon Redon