16.2.16

ARMANDO BUSCARINI (1904 - 1940)




ΚΕΙΜΕΝΟ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΤΗ ΣΟΛΕΡΤΗ


   Ο Αντόνιο Αρμάντο Γκαρθία Μπάριος, (Antonio Armando García Barrios) (Εσκαράι – Λα Ριόχα, 16 Ιουλίου 1904), γιος της Ασουνθιόν Γκαρθία Μπάριος (Asunción García Barrios), και αγνώστου πατρός, έγινε ευρύτερα γνωστός ως Αρμάντο Μπουσκαρίνι, επίθετο που υιοθέτησε στα 15 του έτη, αφού έτσι υπέθεσε πως ονομαζόταν ο πατέρας που ποτέ δεν γνώρισε.
   Πρόκειται για έναν σημαντικό εκπρόσωπο της μποέμικης ποίησης της Ισπανίας των αρχών του 20ου αιώνα.
   Ο Μπουσκαρίνι, σαν άλλος ποιητής καταραμένος, μέθυσε από τις ονειροπολήσεις του παρέα με πόρνες και αλήτες, υπερασπίστηκε την εκκεντρικότητά του, πάλεψε τις αντιξοότητες του βίου του, την φτώχεια και τη μοναξιά, αδιαφορώντας για την περιφρόνηση του κόσμου που αντανακλούσε στη ματιά του, στοχεύοντας στην κατάκτηση της δόξας που δίκαια πίστευε πως άξιζε να του χαριστεί. Τόσο μεγάλη ήτανε η ανάγκη που είχε για να βρει απήχηση το έργο του, που συνήθιζε να πουλάει ο ίδιος τα βιβλία του (γραμμένα τότε σε φυλλάδια), έξω απ’ τα καφέ που σύχναζε, όντας ξυπόλητος, και διαλαλώντας πως: «Πρέπει να βοηθήσουμε τον ποιητή! («¡Hay que ayudar al poeta!») ή άλλες φορές δεν δίσταζε να απειλεί πως θα πέσει από οδογέφυρες προκειμένου να αγοράσουν τα βιβλία του.
   Έγραψε ποιήματα, πεζά και θεατρικά έργα. Όλο το ποιητικό του έργο περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική ανθολογία με τίτλο Το κατώφλι της ανάμνησης (El umbral del recuerdo), που δημοσιεύτηκε το 1928 και την οποία εξέδωσε ο ίδιος λίγο πριν πεθάνει, ίσως διαισθανόμενος το επικείμενο τέλος του και επιθυμώντας έτσι, μέσω αυτής της συλλογής των καλύτερων στίχων του, να αποχαιρετήσει τους αναγνώστες του. Την ίδια χρονιά, η φυσική και πνευματική του κατάσταση χειροτέρεψε (υπέφερε από σύφιλη και σχιζοφρένεια) και τον επόμενο χρόνο εισήχθη στο ψυχιατρείο της Μαδρίτης, απ’ όπου βγήκε μόνο για να μεταφερθεί σε άλλες νευρολογικές κλινικές, για να καταλήξει τελικά στο σανατόριο του Λογρόνιο όπου και πέθανε από φυματίωση στις 9 Ιουνίου του 1940, χωρίς φυσικά να έχει επίγνωση των γεγονότων του ισπανικού εμφυλίου πολέμου.
   Ο Αρμάντο Μπουσκαρίνι θάφτηκε στο νεκροταφείο του Λογρόνιο και πολύ αργότερα, το 1970 (εφόσον δεν υπήρξε κανείς να ενδιαφερθεί για εκείνον), τα οστά του μεταφέρθηκαν σε κοινοτάφιο.
   Ο θλιμμένος ποιητής της περιφρόνησης, καταφέρνει μέχρι σήμερα να αγγίζει με τους μελαγχολικούς και παρακμιακούς του στίχους κάθε ευαίσθητη ψυχή που παλεύει κι αυτή με τους δικούς της δαίμονες, εξυμνώντας στο έργο του τον κόσμο του περιθωρίου, τις συμφορές της ζωής, τους ανεκπλήρωτους έρωτες. Το ποιητικό του έργο χρωματίζεται ρομαντικά με τραγικές αποχρώσεις, χαρίζοντάς μας λυρικές νότες λυπητερών ασμάτων.
   Το 2006, όλη η ποίησή του συγκεντρώθηκε σε έναν τόμο με γενικό τίτλο Περηφάνια (Orgullo) και εκδόθηκε από τα αδέρφια Rubén y Diego Marín A., ιδρυτές του εκδοτικού οίκου «Editorial Buscarini», που φέρει το όνομα του ποιητή.



Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Πλάι σε γραφείο καθισμένος
απ’ το χρόνο φαγωμένο
κι ελαχίστως φωτισμένο
απ’ το φως ενός παλιού λύχνου,
ένας νέος χλωμός γράφει
σε φυλλάδια, κάποιους στίχους.
Είναι ποιητής, τις νύχτες
γράφοντας τις περνάει …
Τη δόξα λαχταράει, κόσμημα
με αξία απ’ το χρήμα πιο μεγάλη.
Και συνεχίζει απαθής,
δίχως λεπτό να ξεκουραστεί,
ώσπου να δει κάποια μέρα
τα ξενύχτια του επιβραβευμένα.



EL POETA

Sentado junto a una mesa
carcomida por el tiempo
y alumbrado débilmente
por la luz de un quinqué viejo,
un joven pálido escribe
en cuartillas, varios versos.
Es un poeta, las noches
pásaselas escribiendo...
Anhela la gloria, joya
más valiosa que el dinero.
Y continua impasible,
sin descansar un momento,
hasta ver recompensados
algún día sus desvelos.



ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ

Αν και την περιφρόνηση του κόσμου υποφέρω
στης αρτίστικης ζωής μου την πορεία·
αν και υπερόπτες συναντώ στο πέρασμά μου
όσους ποτέ δεν κάνουν όνειρα κι έχουν ψυχή αχρεία·
αν και στο δρόμο μου ουρλιάζοντας βγαίνουν
οι πειναλέοι λύκοι που με παραμονεύουν
με την αχόρταγη ζηλοφθονία· αν και στη βιοπάλη μου
δίχως όρια υποφέρω το κρύο και την πείνα·
αν και ο κόσμος με υποτιμά και με υβρίζει
και ίσως για τρελό ακόμα με νομίζει·
αν και βροντάνε πίσω μου εκκωφαντικές
μπόρες ζηλοφθονίας· αν και στους δρόμους
ξυπόλητος και κουρελής φαντάζω,
εμπνέοντας τον οίκτο και την αδιαφορία·
και, τελικά, αν και με βασανίζουνε τ’ αμείλικτα
τα πιο σκληρά βασανιστήρια, αν και βλέπω
πως στο διάβα μου οι γυναίκες κάνουν πέρα
γιατί αντικρίζουνε τη φτώχεια μου με απέχθεια
(όμως μάλλον αγνοούν το θησαυρό της ονειροπόλησής μου
που στεγάζει η ψυχή μου),
τίποτα δεν θα με νοιάζει, γιατί εγώ πάντα,
γαλήνιος θα περπατώ στη γη,
με την ψυχή από τη δόξα να δονείται
και με την κόμη μου στους ανέμους να αιωρείται,
θα λέω στον κόσμο με δυνατή φωνή,
με φωνή μες στην οποία τρέμει όλη μου η ψυχή!:
-Πως υποφέρω είν’ αλήθεια· όμως ακούστε με:
Τι με νοιάζει που υποφέρω αφού είμαι ποιητής;


ORGULLO

Aunque sufra del mundo los desdenes
de mi vida de artista en la carrera;
aunque pasen altivos a mi paso
los hombres de alma ruin que nunca sueñan;
aunque salgan aullando a mi camino
los famélicos lobos que me acechan
con la envidia voraz; aunque en mi lucha
hambre y frío sin límites padezca;
aunque el mundo me insulte y me desprecie
y por loco quizás también me crean;
aunque rujan tras mí ensordecedoras
tempestades de envidia; aunque me vea
harapiento y descalzo por las calles,
inspirando piedad e indiferencia;
y, en fin, aunque implacables me atormenten
las más grandes torturas, aunque vea
que a mi paso se apartan las mujeres
por ver con repugnancia mi pobreza
(pero quizás ignorando de mi alma
el tesoro de ensueño que se alberga),
nada me importará, porque yo siempre,
caminando sereno por la tierra,
con el alma latiendo por la gloria
y flotante a los vientos mi melena,
iré diciendo al mundo con voz fuerte,
¡con voz en la que vibre mi alma entera!:
-Es verdad que yo sufro; pero oídme:
¿qué me importa sufrir si soy poeta?


ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΝΕΟΣ Μ΄ ΑΣΒΕΣΤΗ ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΑΡΚΑ…

Είμαι ένας θλιμμένος νέος μ’ άσβεστη δίψα για τη σάρκα,
διότι, όπως τον Βερλαίν, με ρημάζει αυτή η κατάρα,
και ψάχνω στα μπουρδέλα, διψασμένος για λαγνεία,
τις γυναίκες που θα μου σβήσουν την ορμή την αφροδίσια:
εκείνες τις γυναίκες, με ζωές μαρτυρικές,
που έχουνε αυτοκτόνων όψεις καχεκτικές.
Και βρίσκω μες στα χάδια εκείνων των πόρνων των φτωχών
κάτι σαν ένα άνθισμα ηράνθεμων νεκρών…
Είμαι ένας θλιμμένος ποιητής που λίγα λέει
σ’ όποιον η ζοφερή του Κρόνου ακτίνα θέλγει,
και στις μύχιες ώρες μου του πόνου και της αναιμίας
ιχνογραφώ τους στίχους μου που είναι προσευχή και βλασφημία.
Τα ποιήματά μου είναι θλιμμένα γιατί θλιμμένη είν’ η ζωή μου,
τα ποιήματα δίχως όνομα της πονεμένης ψυχής μου
απ’ όλους τους πόνους της μαύρης μου ερημιάς,
σ’ αυτή την άτακτη ζωή της πικρής μοναξιάς.


YO SOY UN TRISTE JOVEN DE ARDIENTE SED CARNAL…

Yo soy un triste joven de ardiente sed carnal,
porque, como a Verlaine, me devora ese mal,
y busco en los burdeles, sediento de lujuria,
las mujeres que calmen mi afrodisíaca furia:
esas mujeres, propias mártires de sus vidas,
que tienen cadavéricos semblantes de suicidas.
Y encuentro en las caricias de esas pobres rameras
como un florecimiento de muertas primaveras…
Yo soy un triste poeta taciturno
a quien embruja el rayo siniestro de Saturno,
y en mis íntimas horas de dolor y de anemia
voy trazando mis versos que son rezo y blasfemia.
Mis poemas son tristes porque triste es mi vida,
los poemas sin nombre de mi alma dolorida
por todos los dolores de mi negra orfandad,
en esta vida inquieta de amarga soledad.


ΟΙ ΨΥΧΕΣ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ

Αν είναι αλήθεια πως το πνεύμα σου το άπιαστο
ανάμεσα στα οράματα του ονείρου μου αιωρείται
και είσαι πιότερο αχνή και αξιολάτρευτη
αδέσμευτη όταν είσαι·
αν είναι αλήθεια πως το φως των χαραυγών
σε φέρνει, όταν ξυπνάς,
με την ελπίδα των καλύτερων ωρών,
κάποια απομίμηση πραγμάτων πια νεκρών·
αν είναι αλήθεια πως στο στήθος σου το τρυφερό
τρέμει μια αγάπη κοιμισμένη,
και στην ανομολόγητη ειρήνη της ματιάς σου
μαντεύω άλλη ζωή σαβανωμένη,
να πιστέψεις, μικρή μου,
πως θα δεις κάποια μέρα
την ακτινοβολία της αλήθειας που προσμένεις
στις ανοιχτές οδούς της αμφιβολίας,
και διασταύρωσε τα σύνορα
απ’ όπου φεύγουν οι ψυχές όσων πεθαίνουν!


LAS ALMAS QUE SE VAN

Si es verdad que tu espíritu impalpable
flota entre las visiones de mi sueño
y eres más vaporosa y adorable
cuando no tienes dueño;
si es verdad que la luz de las auroras
te trae, cuando despiertas,
con la esperanza de mejores horas,
algún trasunto de las cosas muertas;
si es verdad que en tu pecho enternecido
tiembla un amor dormido,
y en la inefable paz de tu mirada
adivino otra vida amortajada,
confía, niña mía,
que has de ver algún día
el resplandor de la verdad que esperas
en los caminos de la duda abiertos,
¡y cruza las fronteras
por donde van las almas de los muertos!


(Το Παράθυρο, Τεύχος 24, Φεβρουάριος 2016)