2.10.10

ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ


Προσπάθησα να φτιάξω το πορτραίτο μου.
Λευκό χρωμάτισα το πρόσωπο. Ύστερα κίτρινο. Ωχρό.
Δε μου έμοιαζε.
Έβαλα μαύρο.
Κόκκινα έβαψα τα χείλια.
Μαλλιά δεν έβαλα. Δεν είχα.
Χρώμα στα μάτια... Είχα;
Ανάγλυφη σχημάτισα τη μύτη.
Ψηλή, λεπτή σα δέντρο που αναπνέει
το ίδιο άρωμα μ' αυτό που ευωδιάζει.
Δελεάζει το δέντρο. Η μύτη...
Η γνώση τρομάζει.
Να θυμηθώ να μη μαζέψω τους καρπούς!
Στάζει απ' τη μύτη δηλητήριο. Τη γεύση δελεάζει.
Καμπυλωτά αποτύπωσα τα φρύδια.
Λαβύρινθους που έψαχνα...
Εκεί ψηλά τους βρήκα. Πάνω απ' τα μάτια.
Το οξυγόνο που μου έλειπε βρήκα.
Στη μύτη αναρριχήθηκα και μάτια απέκτησα. Έτσι είδα.
Χρώμα δε βρήκα.
Έβαψα κόκκινα τα χέρια... για να ταιριάξουν με τα χείλια.
Ύστερα...
πρόσθεσα φίμωτρο στο στόμα
και μ' αλυσίδες έπλεξα τα χέρια.
Έτσι μόνο θα γλίτωνα απ' την αλήθεια κι απ' το έγκλημα.

«Dame mit reiher» by Otto Dix