1.3.11

Η ΤΑΦΗ


Ξαφνικά κάτι άρχισε να ρέει.
Κάτι έλουσε το φεγγαρόφως.
Το πέτρινο κρηπίδωμα έσταξε.
Κάτι έγνεψε.
Μην πλησιάσεις!
Ένα καπέλο στο περβάζι ρεμβάζει.
Αυτό το απόγευμα με τάραξε.
Γύρω τριγύρω ο καπνός μου με πνίγει.
Έξω και μέσα η νύχτα με πίνει.
Με ρουφά.
Σαν τσιγάρο με σβήνει.
Δεν ξέρω τι συντάραξε αυτή τη μέρα.
Κοιτάζω εσένα.
Το σταυρικό παράθυρο.
Μην πλησιάζεις!
Στάζεις θάνατο.
Μες στο δωμάτιο κάνει ζέστη.
Ανοίγω το άπειρο.
Μισεύει.
Μαζεύω τα σπασμένα... θραύσματα συγχυσμένα.
Αραιωμένα. Διάφανα.
Χιλιάδες εαυτοί!
Στίβω τα χέρια από κερί.
Λιώνω σαν κάθε προσευχή.
Γυμνή.
Το ίδιο απόγευμα όλοι εμείς... χλωμοί, ψυχροί και ιδρωμένοι,
ζητωκραυγάζαμε στην πράσινη πλατεία,
πριν μετονομαστεί σε...
Το ίδιο απόγευμα κρατούσαμε στα χέρια... μάσκες και κόκκαλα,
πριν αντικρύσουμε περάσματα και συλλογές γεφυρωτές απ' τα χαλάσματα.
Στα ίδια χέρια.
Στις σταυρωμένες μας παλάμες χορεύουν πτώματα.
Γυρεύουν στρώματα και πώματα οι τάφοι...
για να θρέψουν τους νεκρούς τους.
Μην πλησιάζεις!
Η απομόνωση πέρασε πρώτη από το στόχο.
Το πήρα απόφαση και βγήκα απ' την παλάμη.
Ξεριζώθηκα.
Υψώθηκα.
Γύρω τριγύρω μαύρος καπνός στα μάτια.
Έξω και μέσα πάλλευκος, ανθεκτικός, άτονος, μαραμένος...
κορμός οστέινος, θρυμματισμένος.
Άπειρος. Διάφανος.
Κάποιος από τους εαυτούς ψιθύρισε:
''Οι ταραγμένες μέρες μας σταυρώνουν τη σιωπή μας.
Αναπαυόμενα περάσματα θραυσμάτων...
φορέστε τα καπέλα σας!
Στο μέσο της πλατείας!
Ρέετε...
Πλησιάστε!''

Πίνακας: «Evening on Karl Johan Street» by Edvard Munch