3.3.10

ΕΚΔΙΚΗΣΗ


Έχεις βρεθεί ποτέ μονάχος σου,

γυμνός να κείτεσαι σ' ένα ξύλινο πάτωμα...

με το δρεπάνι του Χρόνου να σ' απειλεί;

Έχεις κοιτάξει ποτέ με τεντωμένα μάτια

τον ουρανό κατάματα;

Πόσο καλά έχεις κρύψει μέσα σου ένα άλλο πλάσμα... δολοφονικό;

Για πόσες μέρες;

Πόσα βράδια;

Πόσες ώρες και λεπτά;

Έχεις σκεφτεί ασταμάτητα με φόντο κόκαλα νεκρών

υπό τους ήχους μιας καμπάνας;

Έχεις βαφτεί με αίμα Σταυρών από δικά σου τάματα;

Ξέρεις τι είναι να γίνεσαι καθρέφτης του φονικού σου Εγώ...

να παίζεις παντομίμα μπροστά του...

κι ύστερα να τον σπας αυτοκτονώντας;

Ξέρεις τι είναι ν' ακούς για μουσική...

μόνο τους χτύπους της καρδιάς σου;

Ξέρεις πως είναι η φυλακή της αδράνειας στο σκοτάδι;

Εκεί δεν έχει φαγητό και το νερό που σε ποτίζουν βγαίνει αλμυρό...

από πηγή αστείρευτη.

Αρνείται να σε πνίξει.
Έχεις ποτέ ονειρευτεί με μάτια ολάνοιχτα τη μέρα;

Έχεις γελάσει νευρικά με το άνοιγμα μιας λάμπας;

Πόσο καλά έχεις μάθει να μετράς...

να ξεχωρίζεις μέρες από νύχτες,

μορφές από σκιές,

σκέψεις και αισθήματα;

Πόσο καλά έχεις μάθει να ξεφεύγεις απ' όνειρα...

και να δένεσαι μ' εφιάλτες;

Πόσο καλά έχεις νιώσει...

Πόσο καλά;

…………………………….

…………………………….

Δε με εκπλήσσεις!

Πόσο καλά!

Πόσο καλά ξέρεις να κουλουριάζεσαι...

σ' ένα ξύλινο πάτωμα που γλιστράει!

Πόσο καλά...!


Πίνακας:The Floor Scrappers” by Gustave Caillebotte