8.11.13

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ –ΦΙΛΟΥΣ ΚΑΙ ΜΗ– ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΗΣ ΑΤΗΣ ΣΟΛΕΡΤΗ



Την περασμένη Τετάρτη 30/10/2013, ο ποιητής Παναγιώτης Μηλιώτης, μου έστειλε το παρακάτω e-mail με αφορμή το κείμενο που έγραψα για την ποιητική του συλλογή «Μια ανάσα δρόμο», στη στήλη ανάγνωσης του περιοδικού «Βακχικόν» με το οποίο συνεργάζομαι εδώ και χρόνια.
Οφείλω να γνωστοποιήσω στο αναγνωστικό κοινό (σε περίπτωση που δεν το έχει αντιληφθεί βέβαια) πως τα κείμενά μου αυτά στην εν λόγω στήλη δεν είναι κριτικές βιβλίων. Δεν θα μπορούσαν να είναι άλλωστε, εφόσον η κριτική πάντα αποτελούσε ξένο χωράφι κι αφιλόξενο για μένα. Ουδέποτε εξάλλου δήλωσα πως είμαι κριτικός. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Φύσει και θέσει. Εγώ, ένας τόσο μικρός εαυτός δεν θα τολμούσε ουδέποτε να φτάσει τέτοια ύψη! Δεν θα άντεχα τις τύψεις.
Μα και για ποίηση, ούτε λόγος! Πώς άραγε να περιγράψω τα υψηλά ιδανικά… και δη να τα αντιληφθώ… Εγώ; Από τα χαμηλά υπόγεια που βρίσκομαι όπου δεν έχει θέα; Πώς άραγε να νιώσω μέσα μου την αύρα αυτού του κόσμου που άδολα σκιαγραφεί το προσωπείο που συναντά στον καθρέφτη της φύσης; Με πόσο θράσος να τολμήσω να κοιτάξω τις ιδιόμορφες δημιουργίες ενός ανώτερου όντος από μένα, να βρω τις λέξεις να τις συνδυάσω καταλλήλως, περίτεχνα να τις συνθέσω για να μείνουν στο χαρτί... Δεν θα μπορούσα! Εγώ; Επ’ ουδενί!
Να μάθω να ακροβατώ; Να ντυθώ τις μορφές των προκατόχων του μαγεμένου βασιλείου μιας ανωνυμίας που τα ποιήματά μου θα δημιουργούσαν;
Τι αλγεινή ονειροπόληση θα ήτο… αν έγραφα ποιήματα, αλήθεια…!
Και δεν θα προσπαθήσω να εξηγήσω τα φαινόμενα.
Γιατί δεν είμαι ποιητής!
Ούτε να τιθασεύσω τις ορμές, να κυβερνήσω τόπους μακρινούς, εκεί όπου βαφτίστηκαν οι ζωντανοί επίορκοι του ίδιου βασιλείου, γιατί δεν ξέρω πράγματι πώς είναι να ‘σαι ποιητής.
Μήπως ξέρεις εσύ;
Αυτός; Εσύ που κρύβεσαι πιο πέρα; Αυτοί; Εμείς; Όλοι εσείς;
Αυτοί που αποδομούν κάθε μορφή και διυλίζουνε τον κώνωπα μήπως και βρουν ποια σημασία θα τους φτάσει στο Θεό.
Πώς έγινε έτσι αυτό; Μήπως αλλιώς;
Αυτό είναι ανθός; Μήπως σκορπιός;
Σύννεφο που μαράθηκε. Θανάσιμος εχθρός;
Σ’ εσένα μοιάζει μακρινός, αλλοτινός σκοπός!
Είσαι μικρός για να το δεις. Για να το αντιληφθείς κενός.
Είσαι μικρός και ποταπός. Ανάξιος εαυτός!
Εγώ;
Μα τι τολμώ και ξεστομίζω αδέλφια;!
Αυτός που πρώτος το ‘γραψε, αυτός είναι Θεός. Των πάντων ποιητής. Φανταστικός.
Από τ’ ανθρώπινα επιδέξια αποκομμένος.
Στην θεϊκότητα που τον διακατέχει στρατευμένος. Διορατικός. Ξεχωριστός. Είναι ο εκλεκτός.
Αυτός; Εσύ; Όχι πάντως εγώ! Ίσως αυτοί. Εμείς; Όλοι εσείς;
Ισορροπείς;
Ω! Ποια μοίρα αλησμόνητη άγγιξε με το σαλεμένο της ραβδί τούτα τα μάτια της καταφοράς και πίστεψαν πως έμαθαν την παρατήρηση να ερμηνεύουν!
Σε σένα λέω!
Εκεί που πας… είναι ψηλά.
Κι εσύ δεν έχεις μάθει να κρατιέσαι από τα ύψη.
Δεν έχεις μάθει να κοιτάς από ψηλά και τις ορμήνιες σου ν’ αφήνεις στον αέρα.
Εκεί που πας είναι ψηλά κι ίσως το πέταγμα σου σχίσει τα φτερά.
Κι εσύ δεν είσαι ετοιμασμένος για την πτώση.
Αφού σε νοιάζει μοναχά να κρατηθείς ψηλά!

Κατηγορώ τους ποιητές!
Το έχω ξανακάνει, άπειρες φορές.
Ποια ματαιοδοξία στην πλάνη έγνεψε και άδειασε τους στίχους των εξαίσιων στροφών σας;
Πού πήγε η ανωτερότητα που εξυμνείτε στα γραπτά των ιερών γραφών σας;
Πού πήγαν τα ιδανικά περί ισότητας κι ελευθερίας;
Τα στέμματα των τίτλων σας, έστριψαν στη γωνία;
Κάτι προβλέψιμο σαπίζει εκεί… Και είναι κρίμα! Στη στροφή…
Μάλλον η ιδιότητα του ποιητή κατάντησε κι αυτή!
Αναρωτιέμαι αν συγγένεψε ποτέ με την υποκρισία…. Γιατί καρπούς της γεύονται όσοι σ’ αυτήν πιστεύουνε. Και γίνεται συνήθεια.
Εδώ ο κόσμος καίγεται και κάποιοι ακόμα αναλύουνε το ψέμα μιας αλήθειας.
Πού πήγε η ανθρώπινη ψυχή σας;
Τόσο πολύ αφέθηκε να καταβροχθιστεί από το θεϊκό σας τάλαντο αυτό;
Είναι πανίσχυρο. Ισοπεδωτικό.
Σαν καθεστώς που μέθυσε από μια δόση εξουσίας. Τυραννικό. Σημερινό.
Και η ιστορική πορεία σας, ακολουθεί… δίχως να κάνει πλέον κύκλο.
Οι τρεις διαστάσεις του χρόνου μονοδρομούν, δεν είναι μύθος.
Κι εσείς… ακολουθείτε μια ευθεία.
Είτε πετάτε…
Είτε πατάτε…
Πού;
Δεν ξέρω!
Γιατί;
Γιατί δεν είμαι ποιητής. Δεν καταδέχομαι να είμαι ποιητής!
Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Εγώ;
Εγώ που από τη φύση μου αποστρέφομαι το θεϊκό.
Γιατί ποτέ δεν μου πηγαίνανε τα ύψη.
Κι εδώ στα σκοτεινά υπόγεια έχει βάθος…
Κάνω λάθος;
Θα δείξει στην επόμενη γραμμή. Θα γίνει νύξη.

Κάπου εδώ… σταματά το παραλήρημα της Άτης Σολέρτη (ζητώ συγγνώμη αν σας κούρασα – όταν με πιάνει δεν διαρκεί πολύ συνήθως), αυτής της τρέλας που σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, ακόμα μηχανεύεται τα δεινά της συμφοράς της και τα εξιστορεί… (την χρησιμότητα ετούτης της παρέκβασης ωστόσο, θ’ αφήσω να την κρίνετε εσείς…) και θα σας παραθέσω πρώτα το εν λόγω αναγνωστικό μου κείμενο για την ποιητική συλλογή του Π. Μηλιώτη με τίτλο «Μια ανάσα δρόμο» όπως δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Βακχικόν» τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε.


Μια ανάσα δρόμο, ποίηση, Παναγιώτης Μηλιώτης, Εκδόσεις Ars Nocturna 2013



Η ποίηση του Παναγιώτη Μηλιώτη είναι καμωμένη από νύχτα. Νύχτα που ντύνεται σε πεπρωμένο, σε νήμα από σκιές που ακολουθούμε σιωπηλά και δίχως τύψεις, μήπως και βγούμε απ’ το λαβύρινθο της ύπαρξης που υπηρετούμε.

Κάπου εκεί, στις ξεχασμένες νεκροπόλεις που συναντάμε, ο ίσκιος της καταστροφής αφήνεται ν’ αγγίξει τον κρυστάλλινο καθρέφτη κάθε βλέμματος και να τον σπάσει σε κομμάτια μοναξιάς. Η διέξοδος απεγνωσμένα καλεί την ύπαρξή της. Η μνήμη απαντά προσφέροντας εικόνες απ’ το χρόνο της συμφοράς που θρέψαμε εντός, που ρίζωσαν σαν δέντρα στις αυλές των θολωμένων ονείρων. Ποτάμια δακρύων ρέουν τώρα απ’ τις καρδιές τους, ενόσω ο δυνατός αέρας επιμένει να ξεκαρφώνει τα αισθήματα από τους τοίχους του άρρωστου ουρανού που μας σκεπάζει. Η θάλασσα καλεί σε βοήθεια μα μόνο η σιωπή ανταποκρίνεται. Συντρίμμια μείναν τώρα να προσμένουν στο δρόμο της επιστροφής, κάνοντας σκόνη το παρελθόν της λύτρωσης που έδινε ρυθμό στη ματαιότητα της ύπαρξης. Το σώμα αφηγείται το χαμό του. Τα χέρια του αρνούνται να γίνουν φτερά. Τώρα τραβούν σταυρούς σε έρημους, λοξούς δρόμους επιστροφής, των οποίων η φωνή δεν μπορεί ν’ ακουστεί μέσα στη νύχτα. Μια ανάσα πιο πέρα βρίσκεται η κενή ταυτότητα της ύπαρξης.

Το τίποτα της σιωπής και της γύμνιας. Το μαραμένο δέρμα. Χαμένα στην απόλυτη ερημιά. Τα λευκά φώτα ξεμακραίνουν. Ο χρόνος ντύνεται τιμωρός παρακινώντας τα είδωλα να ξεκολλήσουν από τις σκιές τους. Ψάχνουν τους ρόλους τους, το χώρο τους εκ νέου. Το Θεό τους να βρουν στου δρόμου τα σκόρπια κομμάτια, να τον κοιτάξουν στα κρυστάλλινα μάτια. Μια ανάσα δρόμο πιο πέρα. Μέσα στη νύχτα ανοίγουν κανάλια. Τώρα τα νούμερα ρυθμίζουν τα πάντα. Και κάποια αλλόκοτη κοφτή γραμμή, μια σχισμή, μία κατεύθυνση υποδεικνύει. Την έξοδο, που σαν μαγνήτης απέραντης οδύνης, έλκει τις ρίζες των ονείρων βαθιά μέσα απ’ το χώμα.

Η θολωμένη έξοδος μέσα στη νύχτα αναβοσβήνει ρυθμικά. Τα όνειρα, η μνήμη, το σώμα, τα μάτια. Με μιαν ανάσα. Στο δρόμο... Πιο πέρα... Μια αναγγελία θανάτου σφραγίζει τη λύτρωση.







Ετούτες τις γραμμές ετόλμησα λοιπόν εγώ (ποιος; - Είπαμε! Ένας μικρός και ποταπός εαυτός) να αφήσω στο χαρτί και θύελλα αντιδράσεων αίφνης εξέσπασε. Με φόρα ο άνεμος της ισχυρής αλαζονείας που με έλουσε και ώθησε την πένα στο χαρτί μου, ξεσηκώθηκε και ρίχτηκε στο δρόμο μου πανίσχυρος και τρομερός. Απόλυτα αποφασισμένος πίσω στα υπόγεια του μοναχικού μου βασιλείου να με ρίξει.
Πολύ απλά. Γιατί εγώ δεν είχα το δικαίωμα να αντιληφθώ.
Ήμουν κενός. Εκτός από μικρός.
Και ήγγικεν η ώρα της κρίσης.
Και ιδού η κριτική στην «κριτική» που τόλμησα εγώ (γιατί; δεν ξέρω! Σάμπως χρωστάω ή μου χρωστούν;) ν’ αφήσω στο χαρτί για τον κύριο Ποιητή.

     

κ.Άτη Σολέρτη





            Σας γράφω για να εκφράσω την κριτική μου σχετικά με την κριτική που γράψατε για την ποιητική μου συλλογή. Η κριτική σας διόλου δε συνάδει με το ύφος της συλλογής. Είναι ένα κολάζ εντυπώσεων που ούτε καν η καλή σας προαίρεση δεν γίνεται να  το διασώσει. Σκεπάζεται από αφέλεια και προχειρότητα. Νομίζω πως δεν αναγνώσατε ολάκερη τη συλλογή. Αν το κάνατε θα συλλαμβάνατε τον αφηγηματικό της ιστό, ότι χτίστηκε πάνω σε κοινωνικό-βιωματικό υπόστρωμα που αναδύει πρωτίστως  την ψυχολογική διάθεση του υποκειμένου.

            Η ψυχολογική διάθεση του υποκειμένου πυροδοτείται απ΄τις δυσκολίες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο. Δεν μπήκατε καν στο κόπο ν’ αναφέρετε έστω μια δυσκολία. Αδυνατώ να κατανοήσω πώς συλλαμβάνετε το αστικό τοπίο ως κάποια ξεχασμένη νεκρόπολη. Επιπρόσθετα: το ποίημα «αναγγελία θανάτου» μιλά για την απώλεια ενός αγαπημένο μου προσώπου, εσείς όμως γράφετε πως σφραγίζει τη λύτρωση.

            Τέλος, τόσες μέρες, δεν προσέξατε τη λάθος ονομασία των εκδόσεων;

Ζητώ η κριτική μου ν’ αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του vakxikon ως κριτική στην κριτική σας, αλλιώς η κριτική σας να μη συνεχίζει να’ναι αναρτημένη.





Φιλικά



Παναγιώτης Μηλιώτης.



Εδώ τελειώνει η ανάρτηση που υποσχέθηκα στον έχοντα την ιδιότητα του ποιητή να κάνω, για να γνωστοποιήσω σε αναγνώστες φίλους και μη πως ήμουν ένοχη και έσφαλα!
Γιατί;
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ! ΔΕΝ ΚΑΤΑΔΕΧΟΜΑΙ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ.
Και με συνείδηση ανθρώπινη κι εξίσου θεϊκή αποστροφή, την πιο βαριά ποινή σας ικετεύω να με βρει.
Μη δείξετε έλεος!
Ντροπή!
Τα ΄χουμε εξάλλου ξαναπεί…
Κι αν κάποιον άλλο συναντήσω Ποιητή,
Τ’ ορκίζομαι! Θα ‘μια προσεχτική!
Και σ’ όποιον έχει «αρετή» και «τόλμη»
Του συνιστώ ελεύθερη πτώση!


Υ.Γ. 1. Μετά το «κριτικό μου σημείωμα» που δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2013 για την ποίηση του Π. Μηλιώτη, μου ζητήθηκε να του πάρω συνέντευξη, την οποία ο ίδιος φυσικά και δέχτηκε με προθυμία, χωρίς να εκδηλώσει τη σφοδρή δυσαρέσκειά του (την κρατούσε κρυφή φαίνεται - θα είχε τους λόγους του) για την αδικία που υπέστη.
Αναρωτιέμαι γιατί δεν έβαλε από τότε τα πράγματα σε τάξη….
Ιδού παραθέτω το σχετικό λινκ: http://www.vakxikon.gr/content/view/1721/604/lang,el/

Υ.Γ. 2. Η λάθος αναφορά στις εκδόσεις, έγινε από το περιοδικό και όχι από εμένα. Νομίζω πως τώρα το λάθος αυτό έχει διορθωθεί.


Τα συμπεράσματα δικά σας φίλοι μου και μη.
Ευχαριστώ από καρδιάς για την ανοχή!

Με εκτίμηση,
Άτη Σολέρτη