18.5.10

ΩΔΗ ΣΤΗ ΦΡΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΤΡΟΜΟ


Ωδή στη φρίκη και στον τρόμο

απ’ τα υπόγεια διαστημικών πλασμάτων…

ως τους ουρανοξύστες των τεθνεώτων αδελφών του ύποπτου χρόνου.

Οι τρισδιάστατοι βρυκόλακες ακόμα με συσπάσεις των σιαγόνων…

τρομάζουν τις μεταλλικές σκεπές ανυποψίαστων παρθένων.

Ραίνουν με αιμοπέταλα τις νυχτικιές,

μετά τις ράβουν αιμοστάτες στα καλώδια.

Τα ηλεκτροφόρα δίκτυα προστάζουν…

με μύγες να μονώσουνε τις τρύπες,

του τρομαγμένου νευρικού συστήματος

της αφορμής του μέλλοντος,

της απαρχής του συγχυσμένου μαύρου φόντου.

Αυτό το τρίμορφο… σκελετικό…,

το συμπλεγματικό του αδελφικού ορού εξαϋλώνεται…

μαζί με την ουσία που περιπαίζει με γκριμάτσες τους καπνίζοντες…,

τους διυλίζοντες τη σκέψη ξεφυσώντας.

Τούτη τη σκέψη κόβουν πισώπλατες και εκκωφαντικές…

αιμορραγούσες μαχαιριές,

που σχηματίζουν κατσαρίδες στα σαρκικά καλούπια.

Εικαστικά κομψοτεχνήματα.

Φυλάκια οστέινων εφιαλτών.

Κραυγών ψευδών κι αληθινών.

Μοντέρνων παρασίτων που καιροφυλακτούν, μισούν κι εξολοθρεύουν…

προφήτες του περιθωρίου.

Ανοιγοκλείνουν στόματα, δάχτυλα, βλέφαρα μες στα σκοτάδια.

Δίπλα σε σκάλα φωτισμένη με φακό…

τα πτώματα μαζεύονται… τα ταφικά προσκέφαλα να προσκυνήσουν.

Αραιωμένοι ίσκιοι φωτός σε φόντο γκρίζο…,

των μαγισσών θυσίες ορέγονται…

κι ύστερα κρύβονται…

αφήνοντας επίτηδες τα ίχνη να φανούν.

Πονούν. Αυτοκτονούν.

Γυμνοί αφήνονται…

Με κλάμα ντύνονται ραντάρ,

τις αραχνοειδείς κινήσεις μηχανεύονται…

μέσ’ απ’ το τηλεσκόπιο παρατηρώντας.

Μία εκτόξευση δρα μηχανορραφώντας.

Η μπαταρία της αδειάζει.

Χάρτινα παραπήγματα.

Φωλιές απορημένων, τρελών, συμβιβασμένων… γεννούν γεννήτριες.

Οι τροφοδότες ψάχνουν μήτρες.

Η εγωκεντρική φιγούρα στο μέσον γελά.

Το καπέλο ζητά. Μια καρέκλα να κάτσει.

Κάτι ρόδες κυλά. Μηχανή που ταράζει.

Στην ιστορία βουλιάζει ακτίνες κύκλου.

Μία φοβία των κτηρίων την αύρα κεντά.

Μέσ’ απ’ την τηλεόραση δολοφονεί ζωές, ψυχές, καγκελωμένες πόρτες.

Πόλεις του μέλλοντος,

Βασίλεια τεταρτημορίων.

Τρέφουν το φοβικό συναίσθημα της φρίκης και του τρόμου.

Το τρισδιάστατο εγώ της μέλλουσας μητρόπολης.

……………………...

……………………...

Ουτοπικό κατηγορώ.


“Metropolis” by Fritz Lang

5.5.10

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ


Μια καταιγίδα τάραξε τον ύπνο μου...

κι ένωσε το σώμα με το πνεύμα μου,

που ως τότε ζούσαν χωριστά...

στη Χώρα των απαγορευμένων Ονείρων.

Οργή κυρίευσε τη σαλεμένη μου ψυχή...

και με ψυχή γύρεψα εκδίκηση.

Τη σφραγισμένη του Μορφέα άνοιξα πύλη

και ντύθηκα καλά με το μανδύα του Ανέμου.

Έπρεπε να προστατευτώ απ' την καταιγίδα!

Εκείνος κόλλησε πάνω μου σαν αιμοβόρα βδέλλα...

και μ' έκανε Ηρακλή

να δηλητηριάζομαι από έναν εραστή-φονιά.

Σπάραζα και χτυπιόμουνα σαν βακχική μαινάδα.

Δεν είχα προδοθεί ξανά.

Μετάνοια φώναζα, ζητούσα...

ικέτευα την καταιγίδα να με πνίξει με το καυτό της αίμα...

δύο φορές για να μ' εκδικηθεί.

Εκείνη σαν μ' αντίκρυσε

από την κλειδαρότρυπα της μαγεμένης πύλης...

ηρέμησε...

κι έπειτα σίγασε.

Γλυκά ένα χαμόγελο σχημάτισε με κορακίσια σύννεφα...

κι ύστερα κρύφτηκε ύπουλα,

πίσω από το διάφανο παραβάν...

ενός γυμνού ουρανού.

Μια αστραπή συντάραξε τα νέφη

και ντύθηκα τον πέπλο μιας βροντής.

Έπρεπε να προστατευτώ απ' την καταιγίδα!


Πίνακας: “Shadow” by Alice Lancefield