28.4.15

Η ΘΑΛΑΣΣΑ




Ο αέρας φυσούσε δυνατά στο πρόσωπό του. Του έκανε καλό.
Ήταν σα να έδιωχνε, να ξερίζωνε από μέσα του ό,τι τον έτρωγε.
Ήταν σαν να του έδειχνε το δρόμο προς τη λύτρωση... που πάντα αναζητούσε.
Το δρόμο προς το Καθαρτήριο των Παθών.
Μια θάλασσα... ήταν τόσο κοντά του. Η θάλασσα!             
Δεν άργησε να τρέξει κατευθείαν σ’ αυτή.
Το λιμάνι των αναμνήσεων, η θάλασσα, ο βυθός που κατάπινε για χρόνια τους αναστεναγμούς του και ποτιζόταν από τ’ αλμυρά του δάκρυα.
Η θάλασσα! Ο γαλαζοπράσινος εχθρός του. Ο γαλαζοπράσινος φίλος του.
Πόσες φορές τον έκανε να ονειρεύεται, νανουρίζοντάς τον στην ποδιά της, που μύριζε αλμύρα ή άλλοτε σαπίλα απ’ ό,τι είχε ποτίσει πάνω της.

Αγαπημένη θάλασσα! Μάνα αιώνια!
Αιώνιο πέρασμα στους βυθούς της κολασμένης αβύσσου που στοιχειώνουν τα όνειρά μου!
Πότε θ’ ανοίξουν οι κοραλλένιες πύλες σου για να με καλωσορίσουν στο βασίλειο του Άδη; Μη μου λες πως «είναι νωρίς».
Δε θέλω να τ’ ακούσω. Πάψε κι εσύ. Δε θέλω ν’ ακούω ούτε εσένα. (Είπε αποτεινόμενος σε μια φωνή, που έσπευσε να συμφωνήσει με τη θάλασσα).
Η ζωή είναι μια πέτρα που πρέπει ο καθένας να τη σπρώξει μόνος του ως την κορυφή του βουνού..., αλλά εγώ δεν έχω χέρια να τη σπρώξω. Δεν έχω σώμα, μάτια, μύτη, στόμα, αυτιά.
Το μόνο που μου ‘μεινε είναι η καρδιά μου. Δυστυχώς.
Κι εκείνη όμως έχει γίνει κομμάτια. Ο χτύπος της δεν ακούγεται πια. Μοιάζει να σταμάτησε.
Αλλά χτυπά. Χτυπά μόνο για να μου θυμίζει ότι... ζω.
Ζαλίζομαι. Η σιωπή παίρνει τη μορφή φθόγγων, γίνεται ήχος και βγαίνει δυνατή φωνή, κραυγή απ’ το στόμα. Ξημερώνει.
Παραπαίω ανάμεσα στην τρέλα και στη λογική, στο φως και στο σκοτάδι. Τρέμω. Κλαίω.
Νιώθω να πνίγομαι απ’ το δικό μου το αίμα.
Ο δαίμονάς μου έβγαλε τώρα δύο κεφάλια κι έχει δύο ονόματα.
Μίσος και Οίκτος.
Τι θα φωλιάσει ακόμα στην ψυχή μου; Φυλακισμένος στις σκέψεις, στοιχειωμένος από δαιμόνια που με ρίχνουν στα σκυλιά κάθε μέρα και μου ξεσκίζουν τη σάρκα λίγο-λίγο... Λιώνω.
Χάνομαι.
Γίνομαι σκουλήκι. Σέρνομαι και χώνομαι ντροπιασμένος κάτω απ’ το χώμα της γης. Σκεπάζομαι καλά κι εξαφανίζομαι. Γυρίζω στη σαπίλα απ’ την οποία προήλθα.
Τι ευτυχία να γεννιέσαι στον Παράδεισο!
Τι δυστυχία να συναντά η ψυχή το δαίμονα που την εξουσιάζει και να τον κοιτά κατάματα!
Μακάρι η σιωπή ν’ ακουγόταν και να έπαιρνε απαντήσεις!
Σιχάθηκα τη σαπίλα μου. Μυρίζει απαίσια. Ασφυκτιώ. Πνίγομαι.

Βουτώ και κλείνομαι σε σένα θάλασσα!
Στα τρικυμιώδη νερά σου αφήνω το σώμα μου να πορευτεί...
και στους δολοφονικούς βράχους των ομιχλώδων ακτών σου ελπίζω να το συντρίψεις.
Βυθίζομαι σε σένα θάλασσα!
Στα φασματικά φύκια σου μπλέκομαι και ικετευτικά περιμένω ν’ αποκτήσουν την ποσειδώνια δύναμη του αφανισμού μιας ύπαρξης δίχως Τέλος.
Βουτώ και κλείνομαι σε σένα θάλασσα!
Στις σκονισμένες από στάχτη πέτρες σου δένομαι κι αναμένω να
με βυθίσουν αργά στον αφρισμένο απ’ τις ανάσες των νεκρών πάτο σου.
Μη μ’ αποπαίρνεις θάλασσα!
Μη διώχνεις τις μαγευτικές σειρήνες σου από κοντά μου!
Άσ’ τες να με νανουρίσουν γλυκά..., ασματικά...,
καθώς εγώ θα κείτομαι στο γαλάζιο σου δίχτυ.
Μη με διώχνεις θάλασσα! Μη με ωθείς στην επιφάνεια του ήρεμου αλλά γεμάτου ρυτίδες προσώπου σου, για να μ’ εξορίσεις με την ψυχρή σου ανάσα απ’ το βασίλειο των υδάτινων μυστικών σου.
Άσε τους νεκρούς σου ν’ αγγίξουν τις αλμυρώδεις πληγές μου!
Άσε τους σκελετωμένους καπετάνιους σου να μ’ οδηγήσουν στα βυθισμένα καράβια τους, κι εκεί να ξαποστάσω το ταλαιπωρημένο μου πνεύμα!
Βουτώ και κλείνομαι σε σένα θάλασσα!
Δίχως ψυχή, δίχως καρδιά, δίχως νου...
και περιμένω να σβήσεις τις φωτιές που με καίνε και θέλουν να με κάνουν στάχτη!
Βυθίζομαι σε σένα θάλασσα! Αλλά δεν έχεις βυθό.
Βυθίζομαι στο απόλυτο κενό με γεύση αλμύρας... κι ελπίζω τ’ ομιλητικό σου νερό να μου φανερώσει τα αινιγματικά μυστικά που στη θέα της σκιάς μου κρύβονται.
Αιωρούμαι...


Απόσπασμα από τη νουβέλα «Δαίμονας Χωρίς Ταυτότητα», εκδ. Vakxikon.gr, 2015.

Πίνακας: «Drowning Angel» by Oj Hansen