Γίνονται κόκκαλα νεκρών και με ταράζουν.
Με κάθε βήμα μου... κι αυτά αλλάζουν.
Ανηλεείς είναι οι εχθροί σου.
Και με ταράζουν...
Και τα κοράκια κράζουν...
Πως με τρομάζουν!
Μαύρα μεσάνυχτα του Εβένου τα παιδιά.
Χρυσοί οι θησαυροί σου.
Λευκά πουκάμισα τα ρούχα σου Πατέρα.
Πατέρα!
Ένα παιδί κλαίει για σένα εδώ Πατέρα.
Πιες δροσερό νερό απ' τα χέρια μου.
Που είναι η Μητέρα μου Πατέρα;
Τα χέρια σου είναι παγωμένα.
Μήπως πεινάς;
Πάρε ψωμί ζεστό για να χορτάσεις.
Δεν είσαι εσύ ξένος Πατέρα!
Ποιός νόμος αδιάλλακτος κυριάρχησε πάνω στην ύπαρξή μου;
Μήπως το πέπλο της ζωής με θόλωσε Πατέρα;
Δεν είδα τη Μητέρα μου, Πατέρα!
Δεν είδα τριαντάφυλλα...
γιατί στη θέα τους φαίνονται μόνο τ' αγκάθια!
Τα παιδιά δε γελούν πια, Πατέρα!
Μήπως το γέλιο τους δε φαίνεται;
Μήπως κουράστηκες Πατέρα;
Ξάπλωσε εδώ να ξαποστάσεις...
Κρεβάτι από σύννεφα στρωμένο... το 'χω για σένα καμωμένο.
Ο χρόνος περνά... Πατέρα!
Ξέρεις...
Για μένα πια σταμάτησε.
Ποιός ξέρει πότε θα περνά για μένα...
το δευτερόλεπτο δειλά...
το σταθερό λεπτό αργά...
η ώρα εντονότερα... ενοχικά...
Για μένα!
Κοιμήθηκες Πατέρα!
Το αύριο ίσως αργήσει να 'ρθει.
Ακόμα περιμένει απ' το παρόν την εντολή.
Αντίο σου Πατέρα!
Illustration: "La Muerte" by Victoria Frances