22.5.09

ΟΡΦΑΝΗ ΔΕΗΣΗ

Οι θησαυροί σου αλλάζουν στην αυλή μου.
Γίνονται κόκκαλα νεκρών και με ταράζουν.
Με κάθε βήμα μου... κι αυτά αλλάζουν.
Ανηλεείς είναι οι εχθροί σου.
Και με ταράζουν...
Και τα κοράκια κράζουν...
Πως με τρομάζουν!
Μαύρα μεσάνυχτα του Εβένου τα παιδιά.
Χρυσοί οι θησαυροί σου.
Λευκά πουκάμισα τα ρούχα σου Πατέρα.
Πατέρα!
Ένα παιδί κλαίει για σένα εδώ Πατέρα.
Πιες δροσερό νερό απ' τα χέρια μου.
Που είναι η Μητέρα μου Πατέρα;
Τα χέρια σου είναι παγωμένα.
Μήπως πεινάς;
Πάρε ψωμί ζεστό για να χορτάσεις.
Δεν είσαι εσύ ξένος Πατέρα!
Ποιός νόμος αδιάλλακτος κυριάρχησε πάνω στην ύπαρξή μου;
Μήπως το πέπλο της ζωής με θόλωσε Πατέρα;
Δεν είδα τη Μητέρα μου, Πατέρα!
Δεν είδα τριαντάφυλλα...
γιατί στη θέα τους φαίνονται μόνο τ' αγκάθια!
Τα παιδιά δε γελούν πια, Πατέρα!
Μήπως το γέλιο τους δε φαίνεται;
Μήπως κουράστηκες Πατέρα;
Ξάπλωσε εδώ να ξαποστάσεις...
Κρεβάτι από σύννεφα στρωμένο... το 'χω για σένα καμωμένο.
Ο χρόνος περνά... Πατέρα!
Ξέρεις...
Για μένα πια σταμάτησε.
Ποιός ξέρει πότε θα περνά για μένα...
το δευτερόλεπτο δειλά...
το σταθερό λεπτό αργά...
η ώρα εντονότερα... ενοχικά...
Για μένα!
Κοιμήθηκες Πατέρα!
Το αύριο ίσως αργήσει να 'ρθει.
Ακόμα περιμένει απ' το παρόν την εντολή.
Αντίο σου Πατέρα!

Illustration: "La Muerte" by Victoria Frances

15.5.09

ΠΕΝΤΕ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Περασμένα μεσάνυχτα.
Αυτή την ώρα διάλεξαν για τη μεγάλη απόδραση.
Οι τρεις γυναίκες γίναν’ πέντε.
Ποιες είναι οι άλλες δύο;
Δεν τις αναγνωρίζω.
Τι ψάχνουν;
Πήγαν να πιουν ένα ποτό στον κόσμο της λήθης
και της σιωπής που τιμωρεί.
Δε σώπασαν, ούτε και ξέχασαν.
Τι ψάχνουν;
Πήγαν μια βόλτα στη θάλασσα των αναμνήσεων.
Τίποτα δε μνημόνευσαν.
Τι ψάχνουν;
Πήγαν στην έρημο για να ξορκίσουν φίδια.
Συνέχιζαν να τα σέρνουν στο κάθε τους βήμα.
Τι ψάχνουν;
Πήγαν στα φώτα των ονείρων κι έμαθαν να ονειρεύονται.
Κοίταξαν μ' ανοιχτά τα μάτια, ψηλά τον ουρανό.
Θύτες ή Θύματα στη χώρα των σκυλιών;
Οι τρεις γυναίκες 'γιναν πέντε.
Η Μοίρα αγκάλιασε Δαίμονα και Άνθρωπο.
Θύτες και Θύματα.
Κόσμος που υψώνει εμβλήματα σκυλιών.
Περασμένα τα μεσάνυχτα.
Η απόδραση έγινε.
Πέντε γυναίκες μείναν’ στο δρόμο να ψάχνουν.
Ψάχνουν.
Ψάχνουν.
Ψάχνουν φτερά να βρουν.
Φτερά.
Όχι δέκα για να πετάξουν.
Φτερά ψάχνουν.
Φτερά να βρουν.
Φτερά για πέντε καπέλα.
Μ' εκείνα θα πλανέψουν τα σκυλιά που πλησιάζουν.
Μ' αυτά απέδρασαν.
Μ' αυτά θα ξεγελάσουν.
Όχι τις ίδιες.
Τα σκυλιά!

Εμπνευσμένο από τον ομώνυμο πίνακα ζωγραφικής του Εrnst Ludwig Kirchner, 1913

3.5.09

ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΣΗ

Στον οχετό του ονειρικού μου παγετώνα...
θ' απλώσω ορθάνοιχτα μυαλά ανοιγμένα.
Καταρρακώνοντας...
Περιφρονώντας...
Της άδολης σιωπής ψυχρή μου όψη... στυλωμένη...
Τι ξημερώνεις αύριο;
Το βρέφος που σχημάτισα με αίμα μες στο αίμα...
κάποτε έσπασε καθρεφτισμένα σύνολα.
Θρυμμάτισε...
Δραπέτες έθρεψε...
της ζύμωσης του αύριο με τη μαγιά της στιγμιαίας αντανάκλασης.
Τους έσωσε;
Κατηγορώ οφθαλμαπάτες!
Κατηγορώ τους ποιητές!
Πού πήγε ο ίσκιος σας;
Τι αντιφέγγισε στα μάτια σας, τυφλοί;
Γιατί γεμίσατε με δάκρυα τούτη την ώρα της ύστατης πνοής;
Τώρα θα δω την αντανάκλαση.
Θα θρέψω βρέφη.
Τώρα θα δω τα ρέοντα.
Υγρά.
Περίγραμμα από αίματα...
Ράφτηκαν γύρω από το σύνολο μοιραίας αντανάκλασης του στιγμιαίου.
Κατηγορώ τις συμφορές!
Μόνο τα όνειρα τις φέρνουν.
Γιατί δεν μπόρεσαν ποτέ να με προσέξουν;
Μια ρέουσα ουσία δεν κατηγόρησε ποτέ τα όνειρα.
Άπλωσε ορθάνοιχτα μυαλά.
Εμπόδια. Σιωπές. Καθρέφτες και Σκιές.
Υποχώρησα.
Καταρρακώνοντας...
Περιφρονώντας...
Ψυχρή μου όψη αγαλματένια, γύρω σου ρείθρο αίματος.
Τι ξημερώνεις αύριο;
Άπλωσα μάτια ορθάκλειστα ανοιγμένα.
Το έρεβος!

Ευχαριστώ πολύ τον Κώστα Βουβονίκο που μου έδωσε την άδεια να φιλοξενήσω εδώ τη φωτογραφία του. http://vvnks.deviantart.com/