29.4.12

Η ΚΙΤΡΙΝΗ ΛΑΜΠΑ

Μόνος.
Καθισμένος και πάλι στην καρέκλα του Χρόνου,
μένω πάλι εγώ και η κίτρινη λάμπα.
Οι αναμνήσεις μου,
οι λατρεμένες οπτασίες κι οι ερινύες...
να μου δείχνουν πάντα το λάθος δρόμο...
να μου φωτίζουν το πρόσωπο ενοχές,
με την κίτρινη λάμπα.
Τικ-τακ,
το ρολόι γυρνά..
κι η μέρα αργεί...
κι ο ήλιος αργεί να φανεί,
για να σβήσει την κίτρινη λάμπα.
Υγρασία.
Άκου τον ήχο!
Άκου πως πέφτουν οι σταγόνες στις τρύπες των υπονόμων.
Κάθε απαλή, αργή αλλά σταθερή τους πτώση,
μου προκαλεί και μια γρατζουνιά,
που βάφει κόκκινη την κίτρινη λάμπα.
Κοίτα!
Κοίτα με την κίτρινη λάμπα!
Το κόκκινο χρώμα της δε σε διαπερνά.
Είναι μεγάλη η νύχτα και ζοφερό το σκοτάδι.
Παντού σαύρες,
γλοιώδη έντομα και κατσαρίδες περπατούν στα πλακάκια...
Γίνονται τόσο μεγάλα κάτω απ’ το φώς μιας λάμπας,
όσο οι γραφικοί χαρακτήρες στο ημερολόγιο ενός τρελού ποιητή.
Τι κι αν το τσιγάρο τελειώνει...
απ’ τον καπνό του, θα τραφούν κι άλλες σκέψεις...
και θα θολώσουν την κίτρινη λάμπα.
Μόνος.
Καθισμένος και πάλι στην καρέκλα του Χρόνου,
μένω πάλι εγώ και μια σπασμένη διάφανη λάμπα.

«Sombra y Boca (Shadow and Mouth)» by Juan Muñoz