Κάποιος πεινάει απόψε. Κάποιος ζητάει να φάει.
Κι είναι αφέγγαρη η νυχτιά. Και μας μετράει…
Κοίτα τα μάτια του ξυπόλητου παιδιού!
Δεν ξεχωρίζουν.
Μας υπνωτίζουν.
Βαριά σαν πέπλο…
Πέφτουν επάνω μας και μας ραπίζουν.
Κοίτα τα χέρια του ξυπόλητου παιδιού!
Σ’ εμάς απλώνουν.
Εμάς γαντζώνουν.
Και μας κυκλώνουν…
Βάζουν κουλούρια στις παλάμες τους. Μηδενικά.
Και τα πουλούν…
Με τι καρδιά;
Κι είναι ανάπηρη η νυχτιά.
Βαριά σαν πέπλο.
Πέφτει τσιμέντο.
Κι είναι ατάραχος ο δρόμος. Εδώ μένω!
Κάποιος διψάει απόψε. Κάποιος ζητάει να πιεί.
Κρασί ν’ αναστενάξει. Ποτέ δεν θα ξεχάσει.
Κι είναι ανέρωτη η νυχτιά. Και μας μεθάει.
Μας παρατάει όπου βρει.
Μας ξεπουλάει.
Κοίτα το στόμα του ξυπόλητου παιδιού!
Δεν θα μιλήσει. Θα συνεχίσει…
Στο ρόλο του περιστροφή θα γίνει.
Θα γεμίσει.
Θα ζαλιστεί κι ο ουρανός και κεραυνό θα ρίξει.
Κάποιος ξερνάει απόψε.
Ό,τι έφαγε κερνάει.
Κι είναι μαγείρισσα η νυχτιά.
Και μας χαλάει.
Κοίτα το σώμα του ξυπόλητου παιδιού!
Έχει πληγιάσει.
Και μας χαράσσει…
Καρφιά από λόγια.
Δικά μας λόγια!
Μας πειράζει;
Κι είναι αμίλητη η νυχτιά. Σέρνει τα χρόνια.
Κοίτα τα πόδια του ξυπόλητου παιδιού!
Τη γη θερίζουν.
Τρακτέρ τα νύχια του.
Ίχνη σαπίζουν.
Ακολουθώντας μας, μας γονατίζουν.
Φοράει γόβες κι η νυχτιά… και τις μοστράρει.
Το λούστρο αφήνει να ξεφτίσει… από τα χέρια ενός παιδιού που της γυαλίζει όλα τ’ αστέρια της… και μας πατάει.
Σα να μας θάβει.
Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!
Κοίτα τη!
Κρύβεται…
Στου χρόνου τα σοκάκια.
Με αίμα νίβεται.
Κοίτα πως ντύνεται!
Αντί για κούκλα… το κουφάρι του αδελφού, στερνού γονιού αγκαλιάζει…
Κι ύστερα πνίγεται.
Ξάφνου αλαλιάζει.
Του αλλάζει ρούχα, το χτενίζει, του μιλάει…
Ψεύτικα λόγια του κεντά στ’ αυτιά και το φιλάει.
Τρέχουν σταγόνες βροχερές… Μα δε δακρύζει.
Ξορκίζει επανάληψη.
Μας αντικρίζει.
Κι είναι αόμματη η νυχτιά. Κι είναι η απόσταση…
Εκεί ψηλά κυνηγητό!
Ψάχνω την όραση!
Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!
Κοίτα τα μάτια!
Βαθιά λακκάκια αντανακλά στα ίδια μάτια.
Τ’ αγκάθια στρώνει καταγής κι αιμορραγεί….
Ξένα σημάδια.
Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!
Κοίτα τη σκέψη του!
Κοίτα τη θέση του!
Παραμονεύει!
Κι είναι αδιέξοδη η νυχτιά.
Τρέμει τη λέξη.
Σαν το ξυπόλητο παιδί θα την πλανέψει…
Τις γόβες της θ’ απαρνηθεί… και θα χορέψει!
Ώσπου να πέσει καταγής.
Ώσπου να πέσει!