11.11.09

ΤΟ ΑΥΓΟ ΤΟΥ ΕΡΠΕΤΟΥ


Τη ζωή μου κατατρέχουν απ' τον αιώνα του αυγού του ερπετού,

μύχια οράματα που ανηλεώς σαρκάζουν την ίδια την ορμή της σάρκας.

Είναι παιδιά της χίμαιρας που γέννησε ανήμερα των γενεθλίων της υστερίας,

της αιμοβόρας σκύλας, που έγλειφε μόνο λιοντάρια για ν' αποκτήσει ζάρια.

Μ' αυτά θαρρούσε θα γελούσε.

Τι αηδία!

Ελεεινή απελπισία!

Της έτρεχαν τα σάλια...

Της κάλυπταν τα μάτια.

Τι φρενιασμένα μάτια!

Τι σιχαμένα σάλια!

Την ώρα που με γέννησε...

μια τέτοια σκύλα...

μ' έδεσε κι ύστερα πάλι γέλασε.

Γιατί δεν πέταξε τα ζάρια;

Ξέχασα! Έμοιαζαν τόσο με σάλια!

Την ώρα που με γέννησε...

με όρκισε να κλέβω κάθε ανάσα και να 'χω μάτια ανοιχτά,

να της φωτίζω τα σκοτάδια,

σωστά να ρίχνει τη ζαριά,

για να της φέρνω φράγκα.

Γλοιώδη σάλια.

Ερωτικά σκοτάδια.

Πνιχτές σταγόνες μεθυσμένες, σφιχτά στη σάρκα τυλιγμένες.


Τη ζωή μου κατατρέχουν απ' τον αιώνα του αυγού του ερπετού,

μύχια οράματα που ανηλεώς σαρκάζουν την ίδια την ορμή της σάρκας.

Είναι παιδιά της χίμαιρας που γέννησε ανήμερα των γενεθλίων της εκδίκησης,

της αιμοβόρας ευχαρίστησης δυο λύκων που έγλειφαν μόνο λιοντάρια για ν' αποκτήσουν χτυποκάρδια.

Μ' αυτά θαρρούσαν θα γελούσαν.

Τι αηδία!

Μακάβρια απελπισία!

Τους έτρεχαν τα σάλια...

Τους κάλυπταν τα μάτια.

Τι φρενιασμένα μάτια!

Τι σιχαμένα σάλια!

Την ώρα που με γέννησαν...

δυο τέτοιοι λύκοι...

μου καλύψανε τα μάτια, κι έτσι μ' αφήσαν’ στα σκοτάδια.

Γιατί δεν πέταξαν τα ζάρια;

Ξέχασα! Έμοιαζαν οι ήχοι χτυποκάρδια!

Την ώρα που με πέταξαν...

με δέσμευσαν να μην ακούω χτυποκάρδια,

τα μάτια μου να 'χω κλεισμένα,

να μη φωτίζω τα σκοτάδια...

για να μην πιάσω ποτέ ζάρια.

Τι να τα κάνω εγώ τα φράγκα;

Γλοιώδη σάλια. Ερωτικά σκοτάδια.

Πνιχτές σταγόνες, ζοφερές, ύποπτες, δολοφονικές,

από εκδίκηση ιδρωμένες, υστερικές και μεθυσμένες.


Τη ζωή μου κατατρέχουν απ' τον αιώνα του αυγού του ερπετού,

μύχια οράματα που ανηλεώς σαρκάζουν την ίδια την ορμή της σάρκας.

Είμαι παιδί της χίμαιρας που γέννησε ανήμερα των γενεθλίων της αμαρτίας,

της κραυγαλέας αχαριστίας. Αναμενόμενης. Ανθρώπινης.

Τι ντροπιασμένη ιστορία! Παράλογη. Απαράδεκτη.

Κατακριτέα... όμως ευκταία.

Ζωώδης, ενστικτώδης ορμή, κινητική, αντιθετική.

Μια τέτοια ορμή ξεχύνεται...

κυλά και σπάει με βία...

Ορμητική θεϊκή μανία αφήνεται, κυλά, ραγίζει, σπάει με βία...

Αποκαλύπτεται το αυγό του ερπετού!

Και να 'μαι Εγώ, αυγό αυγού...

Όν ανισόρροπο, διαταραγμένο, κυνηγημένο, ιδρωμένο,

επίτηδες διασταυρωμένο.

Λυκόσκυλο στη ράτσα. Ζώο πιο ζώο από τ' άλλα.

Όν ανισόρροπο. Υστερικό. Σημαδεμένο. Ραγισμένο και εκδικητικό.

Όν θεϊκό. Παράλογο.

Βλέπω.

Ανικανοποίητο.

Βλέπω...

Όν.

Χωρίς ουσία Όν.

Βλέπω...

Φοβισμένο Όν.

Βλέπω...

Και πάλι μένω... ανικανοποίητο.

Ανθρώπινο.

Το χρονικό της ύπαρξης στο διάβα των αιώνων.


Poster by Franciszek Starowieyski