2.12.11

ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ


Κοιτώ και βλέπω γύρω μου...
ένα ρακένδυτο μικρό αγόρι με πυρόξανθα μαλλιά.
Με χέρια ανοιχτά...
και μάτια κλειστά...
ψηλαφίζει τον Άνεμο.

Κοιτώ και βλέπω γύρω μου...
ένα λουλούδι φωτεινό.
Θαρρώ πως είναι κόκκινο.
Με φύλλα ανοιχτά...
κι άνθη κλειστά...
απαρνιέται τον Ήλιο.

Κοιτώ και βλέπω γύρω μου...
ένα κορίτσι με ασπρόμαυρο φουστάνι.
Με χέρια κλειστά...
και μάτια ανοιχτά...
κείτεται στο καταπράσινο λιβάδι.

Κοιτώ και βλέπω γύρω μου...
ένα δελφίνι στο γιαλό να κλαίει που 'ναι μόνο του.
Με μάτια ανοιχτά...
και στόμα κλειστό...
πνίγεται μες στ' αλμυρά του δάκρυα.

Κι ύστερα κλείνω τα μάτια.
Το τελευταίο όραμά μου.
Τέσσερις οι δολοφόνοι.
Ένας για κάθε στοιχείο της φύσης.


«The Little Prince» by 12x07
http://12x07.deviantart.com/

22.9.11

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΥΠΟΝΟΜΩΝ


Οι γάτες γίνανε σκυλιά
στην κοινωνία των υπονόμων.
Κοίτα τους σκύλους με ποντικίσια μούρη...
μοιάζουν στρατιώτες λιποτάκτες...
που αιχμαλώτισαν εργάτες μεροκαματιάρηδες και ζάρωσαν...
Μοιάζουν με στάχτες.
Γίνονται λεία των αιμοβόρων εραστών,
που αφήνουν τ' αποτυπώματα των παπουτσιών τους...
στις λάσπες που φυτρώνουν στο βήμα κάθε ξιπασμένου αριστοκράτη.
Ποια είναι η λεία σου δειλέ;
Γιατί δεν έγδαρες εγκυμονούσες γάτες,
στο διάβα της στιγμής που ξεγελάστηκες;
Απάτη η κάθε σου ποινή.
Ποιος είμαι εγώ να στην ορίσω;
Αρσενικό ή Θηλυκό;
Ουδέτερο άστρο φωτεινό θέλω να παραμείνω.
Στο θίασο των στεναγμών...
στέλνω ακτίνες φονικές,
την κοινωνία των υπονόμων να φωτίσω.
Μιλάω μ' αλήθεια.
Γίνομαι λεία.

«Shoes for departure» by Marina Abramović

8.6.11

ΔΥΑΔΙΚΟΤΗΤΑ


Ο ερημίτης κι ο τρελός
μετρούν ανάποδα τις ώρες.
Ντύνονται πάντα με κουρέλια. Μ’ αινίγματα.
Πνίγουν κραυγές. Κρύβουν ζωές.
Βλέπουν βαθιά μέσα στους άλλους.
Ξυπνάνε αλήθειες. Κινούν υποψίες.

Ο διάβολος κι ο άγγελος
μετρούν ανάποδα τους εραστές τους.
Ντύνονται πάντα μες στο φως. Σαν τον καπνό.
Μεταμορφώνονται και προκαλούν.
Ξέρουν βαθιά τι θέλει ο άλλος.
Τον συναρπάζουν. Τον ξελογιάζουν.

Η ύπαρξη και η σκιά
μετρούν ανάποδα τις προβολές τους.
Ντύνονται πάντα εναλλαγές τους.
Θολές ματιές. Χαραγματιές.
Αντανακλούν βαθιά μέσα στους άλλους.
Τους παρασέρνουν. Τους μπερδεύουν.

Τι βγαίνει από την ένωση;

Αυτό το σκοτεινό που πλάθει το δυαδικό
κέλυφος της οργής μου…
σε ποιόν ταιριάζει να εκραγεί;

Σ’ αυτόν που μ’ εξαπάτησε.

Στον ίδιο το δημιουργό!


Πίνακας: «Detail of the Creation of Adam» by Michelangelo

3.5.11

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Πέντε ζάρια στον αέρα γυρίζουνε.
Πέντε πιόνια στον αέρα σφυρίζουνε.
Κι ο αέρας παύει.
Απότομα.
Πέντε ζάρια στη γη πέφτουνε.
Όλα Άσοι.
Τα πέντε πιόνια ακόμα σφυρίζουνε στον αέρα.

16.4.11

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ




Κυρίες και Κύριοι (γιατί οι Κυρίες προηγούνται),
καλησπέρα σας!


Σήμερα, 16/4/2011, άλλος ένας υπόγειος, μικρός εαυτός περιστοιχιζόμενος από διάνοιες ελευθέρας βοσκής, τολμά και αφήνει λίγες γραμμές να του χαράξουν τη διαδρομή σε μια πορεία που τελειώνει τόσο άδοξα… όσο και άσκοπα.
Κυρίες και Κύριοι, παρέλειψα να συστηθώ, με συγχωρείτε. Αλλά… Ίσως και να μην έχει σημασία. Άλλωστε λίγος χρόνος έχει απομείνει πλέον, πριν κάνω την ελεύθερη πτώση μου σ’ ένα πεδίο αλλαγών, κανιβαλικών τάσεων και εξολοθρευτικών στάσεων.
Για την ώρα… γράφω. Δεν ξέρω αλήθεια πως ξεκίνησα να γράφω.
Ποια ανάγκη τόλμησε και ώθησε έναν υπόγειο, σχεδόν ανύπαρκτο και αδιάφορο εαυτό για τους πολλούς, άξιους και ικανούς να γράψει. Εγώ και άκουγα τις φωνές τους και έβλεπα τις εικόνες τους και μύριζα το άρωμά τους, γευόμουν τις σπεσιαλιτέ τους και άγγιζα τις δημιουργίες τους… Μέχρι που εκείνοι αποφάσισαν πως έπρεπε να μάθω και να γράφω. Έτσι με έμαθαν να γράφω.

Σαν πρώτο μάθημα, θυμάμαι, είχα να μάθω το αλφάβητο. Ύστερα ήρθε ο συλλαβισμός. Ο τονισμός, η ολοκλήρωση της λέξης, η μία που φέρνει δεύτερη… Κι έπειτα η επιλογή τους και η στοίχιση σε φράση, σε προτάσεις, σε παραγράφους, σε κείμενο. Με συνοχή και αλληλουχία. Πεζότητα και ευταξία. Μα πάνω απ’ όλα ευνομία. Δεν άργησαν να βγουν οι πρώτες μου απόπειρες στο φως κι αμέσως η επαλήθευση του λόγου έφερε τον αντίλογο, έχοντας βάλει στόχο τον επίλογο. Έτσι δεν γίνεται άλλωστε στα πλαίσια μιας πεζής, συνοπτικής μαθηματικής διαδικασίας; Οι κριτικές έτειναν παραδόξως αρνητικά στο μείον άπειρο. Οι σταθερές είχανε μεταμφιεστεί σε μπαλαντέρ τείνοντα στο συν άπειρο. Κοινός παράγοντας όλων αυτών μονάχα το μηδέν. Αχαρακτήριστο το περιεχόμενο, ασαφής η δομή, άκυρες οι λέξεις. Άκαρπες οι σκέψεις… Έκαναν όλο υποθέσεις. Τα μέρη του λόγου μπερδεύονταν αναμεταξύ τους, έχαναν ολοένα την υπόστασή τους, εξαϋλώνονταν από αντίδραση, πίστη και σύνεση. Μέχρι που έφτασε η ώρα της άτακτης φυγής. Το καμπανάκι του λήξαντος χρόνου άρχισε να χτυπά. Μηχανικά κατάλαβα πως ήξερα τι έπρεπε τότε να κάνω. Με σύγχυση και αποστροφή για κάθε συλλαβή, για τονισμό και συνοχή. Μα πάνω απ’ όλα για καλλιγραφία. Ίσως και να ‘χα δυσλεξία. Όμως συνέχισα, συνέχισα να γράφω…Εγώ υπέθεσα πως ήταν θέμα φυσικής μεταβολής του επιδρώντος σώματος ετούτη η γραφή. Ίσως μια δράση υποκινούσε μια αντίδραση που ύστερα πρόσταξε αυταρχικά το νου να γράψει. Μάλλον μια έντονη αντίδραση χρωματισμένη αγανάκτηση.

Κι ύστερα έγραφα τις φωνές τους, τις εικόνες τους, το άρωμά τους, τις σπεσιαλιτέ τους, τις δημιουργίες τους. Κι ύστερα έγραφα… Όλα τα έγραφα! Τα ονόματα, τους τίτλους, τα συνεχόμενα επίθετα που τίποτα δεν σήμαιναν κι όμως αριστοτεχνικά παρίσταναν πως σήμαιναν κι ας ήξεραν… Το ένα όνομα σήμαινε κάτι. Μαζί με το επίθετο σήμαινε κάτι στο τετράγωνο. Κι αν έμπαινε μαζί με το ονοματεπώνυμο κι ο τίτλος, τότε είχατε μπροστά σας (κι εσείς κι εγώ μαζί), ένα ολοκληρωμένο έργο αυτοφυούς τέχνης. Με τα ούλα της. Και με δόντια μαζί. (Γι’ αυτό συνίσταται η διατήρηση μιας κάποιας ορισμένης αποστάσεως). Με στάση, ύφος, βλέμμα, χρώμα, συγκεκριμένη κίνηση, μίμηση, απήχηση… Μα πάνω απ’ όλα ΑΠΟΨΗ. Με επιχειρήματα, ευφυολογήματα, γρίφους κι αινίγματα, ρήσεις κι αντιρρήσεις, παραβολές κι επιβολές, υπογραφές. Έτοιμη πάντα να σας μετρήσει, να σας κόψει και να σας ράψει, να σας ψυχολογήσει, να σας εγκρίνει και να σας απορρίψει, να σας γδύσει και να σας ντύσει αυστηρά καταλλήλως. Για το δικό σας καλό. Για να μπορούν όλοι να σας ακούν σωστά, να σας βλέπουν καλά, να σας μυρίζουν αισθαντικά, να σας γεύονται με όρεξη, να σας θαυμάζουν εικαστικά.

ΠΡΟΣΟΧΗ ΠΡΟΣΟΧΗ!
Οι αυθεντίες του ένδοξου παρελθόντος αναβιώνουν στο σήμερα. Εισχωρούν σε μορφές της απλής, υπέργειας καθημερινότητας και τις αφυπνίζουν. Τους παίρνουν τη ψυχή, τους επιθεωρούν κι ύστερα τους γεμίζουν σφρίγος. Το κύρος κι η επιβολή τους, φουσκώνει τόσο πολύ μέσα τους, που σύνηθες φαινόμενο στην ανάπτυξη των σημερινών ανθρωποειδών είναι ο γιγαντισμός του πνεύματος. Συνεπώς η όραση αφ’ υψηλού (που λέμε εμείς οι υπόγειοι υφέρποντες), είναι αναπόφευκτη σ’ αυτές τις ομάδες. Αυτό που θα πρέπει να προσέξουν οι απανταχού γίγαντες πνευματούχοι, είναι το ενδεχόμενο μετάλλαξης. Σύμφωνα με το νόμο της Φύσης 6.101.101.001, αν αναπτυχθούν υπερβολικά, κανένας χωροχρόνος δεν θα μπορέσει να τους χωρέσει. Συνεπώς δια της α-τόπου και α- χρόνου απαγωγής, μια επερχόμενη εκρηκτική αυτοκαταστροφή ομοιάζουσα στα πρώτα στάδια με σκάσιμο μπαλονιού ή φούσκας Big Babol (λαϊκιστί), κρίνεται αναμενόμενη. Για το επέκεινα δεν ξέρω να σας πω. Οψόμεθα…
Όσο για μένα, που λόγω αναστήματος δεν κινδυνεύω, σας συνιστώ Ελεύθερη Πτώση. Προλαβαίνουμε!

Καλή Ανάσταση!

Σοφία Αργυροπούλου (Άτη Σολέρτη)


Πίνακας: Vanitas – Still Life by Pieter Claesz

1.3.11

Η ΤΑΦΗ


Ξαφνικά κάτι άρχισε να ρέει.
Κάτι έλουσε το φεγγαρόφως.
Το πέτρινο κρηπίδωμα έσταξε.
Κάτι έγνεψε.
Μην πλησιάσεις!
Ένα καπέλο στο περβάζι ρεμβάζει.
Αυτό το απόγευμα με τάραξε.
Γύρω τριγύρω ο καπνός μου με πνίγει.
Έξω και μέσα η νύχτα με πίνει.
Με ρουφά.
Σαν τσιγάρο με σβήνει.
Δεν ξέρω τι συντάραξε αυτή τη μέρα.
Κοιτάζω εσένα.
Το σταυρικό παράθυρο.
Μην πλησιάζεις!
Στάζεις θάνατο.
Μες στο δωμάτιο κάνει ζέστη.
Ανοίγω το άπειρο.
Μισεύει.
Μαζεύω τα σπασμένα... θραύσματα συγχυσμένα.
Αραιωμένα. Διάφανα.
Χιλιάδες εαυτοί!
Στίβω τα χέρια από κερί.
Λιώνω σαν κάθε προσευχή.
Γυμνή.
Το ίδιο απόγευμα όλοι εμείς... χλωμοί, ψυχροί και ιδρωμένοι,
ζητωκραυγάζαμε στην πράσινη πλατεία,
πριν μετονομαστεί σε...
Το ίδιο απόγευμα κρατούσαμε στα χέρια... μάσκες και κόκκαλα,
πριν αντικρύσουμε περάσματα και συλλογές γεφυρωτές απ' τα χαλάσματα.
Στα ίδια χέρια.
Στις σταυρωμένες μας παλάμες χορεύουν πτώματα.
Γυρεύουν στρώματα και πώματα οι τάφοι...
για να θρέψουν τους νεκρούς τους.
Μην πλησιάζεις!
Η απομόνωση πέρασε πρώτη από το στόχο.
Το πήρα απόφαση και βγήκα απ' την παλάμη.
Ξεριζώθηκα.
Υψώθηκα.
Γύρω τριγύρω μαύρος καπνός στα μάτια.
Έξω και μέσα πάλλευκος, ανθεκτικός, άτονος, μαραμένος...
κορμός οστέινος, θρυμματισμένος.
Άπειρος. Διάφανος.
Κάποιος από τους εαυτούς ψιθύρισε:
''Οι ταραγμένες μέρες μας σταυρώνουν τη σιωπή μας.
Αναπαυόμενα περάσματα θραυσμάτων...
φορέστε τα καπέλα σας!
Στο μέσο της πλατείας!
Ρέετε...
Πλησιάστε!''

Πίνακας: «Evening on Karl Johan Street» by Edvard Munch

2.2.11

ΡΟΛΟΙ

Απρόσκλητες ουσίες στων αθανάτων τις στοές
μεταμφιέζονται σε ρόλους για να ζήσουν.
Βάζουνε κόκκινο κραγιόν στα χείλη τους...
και πούδρα πάλλευκη στο μέτωπό τους.
Δεν πρέπει να φανούν... οι ιστορίες που γράφτηκαν εκεί.
Οι ραγισμένες απ' το χρόνο.
Ξεχνάνε τα σκοτάδια.
Ασάλευτοι στρατιώτες,
συναγωνίζονται με τις σκιές των σκονισμένων όπλων τους.
Ποιος πρώτος κρότος θ' ακουστεί;
Μια πράσινη φιγούρα βάζει ήχο.
Βγάζει.
Μες στα σκοτάδια.
Τα κουτοπόνηρα βατράχια γίνονται δράκοι υπνωτιστές.
Συναγωνίζονται τους εραστές.
Μια ρέουσα ουσία κάνει νάζια.
Παίζει με μυροφόρα αινίγματα.
Πέρ’ απ' τα σύρματα...
που ξέχασε να κόψει,
κινεί τα νήματα.
Πιόνια που μοιάζουν είδωλα.
Εφήμερα.
Οι ρουμπινένιοι θώρακες των ξεχασμένων ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης
ξέβαψαν...,
όταν στόλισαν πετράδια σμαραγδένια της πλύστρας Γουινεβίρης την ποδιά.
Η πράσινη σκιά δε ξεχωρίζει.
Παιδιά που γέννησε η Φύση.
Τα σκοτάδια!
Μια μπαλαρίνα πρίμα,
με πιρουέτες προσπερνά τις σιλουέτες μιας σκιάς.
Τα σκοτάδια!
Χέρια απλώνονται ανοιχτά.
Αγγίγματα που ανατριχιάζουν παιδιά που ζητιανεύουν.
Η αλαζονεία της ορφάνιας τρόμαξε την ελεημοσύνη.
Τα βρέφη βάζουν ήχο.
Βγάζουν.
Τους λείπουν δόντια.
Στα σκοτάδια... είναι όλα μαύρα.
Τα νύχια τους, αγγίζουν τις χορδές μιας μητρικής κιθάρας.
Τις κόβουν.
Σπάνε τα κάγκελα της φυλακής.
Καλούπια ψάχνουν.
Τρέχουν.
Δε φτάνουν.
Ανάβουν τα σκοτάδια!
Εξαϋλώνονται οι σιλουέτες μιας σκιάς, στις ίδιες θέσεις παραμένοντας.
Τα φώτα!
Στα σκοτάδια;
Άναψαν για μια πρόσκληση!

3.1.11

ΑΝΑΒΑΣΗ


Έχεις ποτέ σου δει δύο ποντίκια ν' ανεβαίνουν με βιασύνη
τη ξύλινη και σαπισμένη σκάλα που στη σοφίτα οδηγεί;
Εκεί που κατοικεί ο Θεός!
Γιατί γελάς;
Ναι, σε σοφίτα κατοικεί ο Θεός!
Και δυο ποντίκια έχει για παιδιά του.
Στην κατοικία του δε θέλει υπηρέτες.
Γιατί γελάς;
Που μοιάζουν τόσο μεταξύ τους;
Όλα τα πλάσματά του μοιάζουν.
Όπως εσύ κι εγώ.
Ακόμα εσύ κι εγώ.
Μοιάζουμε...
Ναι. Μη γελάς.
Άκου!
Άκου το χτύπο της καρδιάς τους καθώς ανεβαίνουν...
Γίνεται όλο και πιο έντονος.
Πιο δυνατός...
Αγχωτικός...
Μ' εξουσιάζει.
Δε σ' ακούω!
Τι λες;
Γιατί γελάς;
Ά, ναι!
Που τα ποντίκια κατεβαίνουν;
Ναι... Το ξέρω.
Βλέπω.
Μα ναι! Βλέπω.
Δεν ανεβαίνουν!
Απλά...
Φταίει η συνήθεια του να κοιμάσαι ανάποδα
και... η υγρασία της σοφίτας.

Πίνακας: «The Second World» by Jerry McElroy