Με σφραγισμένα μάτια... από μικρή έμαθε να πολεμάει τα σκοτάδια... και να μαντεύει οιωνούς. Να ξεχωρίζει τους χρησμούς απ' τα σημάδια. Πάντα κλειστά κρατά τα μάτια.
Με πρόσωπο χαμόγελο... από παιδί έμαθε να λάμπει στα υπόγεια και να ξορκίζει τα δαιμόνια. Πάντα μονάχη περπατά στα κάστρα. Λευκοντυμένη ομορφιά, καταραμένη, μαγεμένη.
Μαλλιά κατάξανθα τρέχουν ξοπίσω της... και τα πατάει. Κι όταν περνάει απ' τις στοές των φυλακών, κι απ' των νεκρών τους τόπους..., άνθη πολύχρωμα φυτρώνουν. Πάντα στοιχειώνουν.
Σαν ξημερώνει... της θάλασσας τα κύματα καλεί... στον ουρανό να τη σηκώσουν γιατί δε βλέπει που είναι η σκάλα ν' ανεβεί. Πάντα κλειστά κρατά τα μάτια. Και σαν νυχτώνει... τ' αδέρφια της τ' αστέρια αγκαλιάζει... στη γη ν' αφήσουν το κορμάκι της... γλυκά να κοιμηθεί.
Με μαρμαρένιο μαξιλάρι από μικρή έμαθε να κοιμάται. Δε ζήτησε ποτέ της πουπουλένιο. Και για σεντόνι, ένα Σταυρό να τη φυλάει έριξε πάνω της. Για να μαντεύει οιωνούς. Να ξεχωρίζει τους χρησμούς απ' τα σημάδια. Γι' αυτό πάντα κλειστά κρατά τα μάτια.
Υ.Γ. Στη Μαργαριτούλα!
Πίνακας: "Ophelia" by Antoine Auguste Ernest Hebert
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Αγγελική Κορρέ - Madame Obscure για το υπέροχο βίντεο! Αδερφάκι, το εκτιμώ βαθύτατα! Με άγγιξε πολύ! Είδες τι σου κάνουν τα βράδια που βρέχουν..., ενίοτε και μονότονα; χαχα! Φιλάκια sis!
Κρυφά αργά το βράδυ, κάποιος μου ψιθυρίζει μυστικά... κι ύστερα γέλια ακούγονται πνιχτά. Κρυφά μες το πηγάδι, στον ύπνο μου είδα μια γριά να μπουσουλά... κι ύστερα γίνηκε μωρό που μ' άστρο έμοιαζε αυγερινό.
Κρυφά στην πέρα γειτονιά, λαμπάδες αναμμένες... βάζουν φωτιά και καίν' το Σατανά! Κι ύστερα νήματα φωτιάς, περικυκλώνουν τα σπαρτά... πυροτεχνήματα!
Κρυφά αργά το βράδυ. μες το πηγάδι μπουσουλά ακόμα το φεγγάρι. Κλάματα ακούγονται πνιχτά... κι η γριά μάνα μου φωνάζει, νερό να φέρω, να ξορκίσω τη φωτιά απ' τα σπαρτά.
Πώς είναι να μην έχεις όραση; Αναρωτιόμουν. Άναψα ένα τσιγάρο. Είδα φωτιά. Γρήγορα το ‘σβησα. Η φλόγα του με τύφλωσε. Πήρα τη γνώση απ' τη φωτιά. Αυτή είδα μόνο. Κρύφτηκα στην κοιλιά του κήτους. Έπαψα ν' αναρωτιέμαι.
Κάτω απ' τα μαύρα ρούχα μου... βαθιά μες στο χλωμό μου δέρμα... προσπάθησα να κρύψω καλοσύνη. Για να μη φαίνεται. Όχι επειδή ήταν κλεμμένη. Για να μη γίνει. Τα χέρια μου άπλωσα στον άνεμο... κι ύστερα του τραγούδησα γλυκά... Τι ατυχία να ζηλέψουν τα πουλιά! Με πέρασαν για μοχθηρό κοράκι! Είχα κρυμμένη καλοσύνη. Έτσι όλα τους γυμνά και πεινασμένα... Όρμηξαν καταπάνω μου... και ξέσκιζαν... και βίαζαν την άσπιλή μου σάρκα... δίχως ντροπή κι ενδοιασμό! Τα δάκρυά μου έβρεχαν τα δυνατά φτερά τους... όμως τίποτα δεν εμπόδιζε το πέταγμά τους, το αιμοβόρο σπάραγμά τους πάνω στη ματωμένη μου καρδιά. Ένα απ' αυτά... τα λυσσαλέα παιδιά του Βάκχου, έβγαλε ξάφνου μια κραυγή. Κραυγή σπαρακτική κλεμμένου παραδείσου. Η τελευταία θύμηση. Ο τελευταίος ήχος. Ο τελευταίος χτύπος. Πόσο καλά είχα κρύψει καλοσύνη!
Κόρη του Σατανά με κράζουν... γιατί τις Κυριακές γελώ αντί να κλαίω... και τα παράθυρά μου τρίζουνε τρομαχτικά, καθώς οι άνεμοι του αφέντη μου ξεχύνονται... και τα χτυπούν αλύπητα. Τι φταίω εγώ αν τα παράθυρά μου τρίζουν βροντερά κι άμα τα μάτια μου δάκρυα πια δε βγάζουν; Κόρη του Σατανά με κράζουν... γιατί τις νύχτες κοιμάμαι σκεπασμένη με κόκκινο πανί, όπως αυτό που αφηνιάζει ταύρο... κι ένα λουλούδι πάλλευκο έχω για κόσμημα στ' αυτί. Τι φταίω εγώ αν με κρυφοκοιτάζουν πίσω απ' τις τρύπιες γρίλιες του ξύλινου παραθυριού; Κόρη του Σατανά με κράζουν... γιατί τα μάτια μου αλλάζουν χρώμα και τα μακριά ξανθά μαλλιά μου πάντοτε μένουνε λυτά και μπερδεμένα. Τα Σάββατα περιγελώ τις Κυριακές... μα τις Δευτέρες τις δοξάζω! Δε ζητιανεύω στις αργίες... ούτε κεριά στις εκκλησιές ανάβω. Τσιγάρα ανάβω. Φωτιές βάζω. Μ' αυτά γελάω. Οι δήμιοι γίνανε πολλοί μες το χωριό του Νότου. Κόρη του Σατανά... όλοι κράζουν! Στα χέρια τους κρατάνε πέτρες. Μ' αυτές ματώσανε τις γρίλιες του ξύλινου παραθυριού. Κόρη του Σατανά... με κάθε πέτρα που πετάνε... κράζουν. Πάλι γελάω. Τσιγάρα ανάβω. Φωτιές βάζω και γελάω. Το δέρμα μου χτυπάνε οι πέτρες. Φωτιές βάζουν. Σκιές και στάχτες γύρω μου. Πάλι γελάω. Κόρη του Σατανά με κράζουν. Τι φταίει η πόρνη κι η ζητιάνα που κείτονται γυμνές μπροστά σε πέτρες από σάρκα; Τι φταίει η ανέχεια; Ποιόν δικάζουν; Τι φταίνε οι μάνες που γεννάνε κόρες που ξεθωριάζουν; Κόρες του Σατανά τις κράζουν! Τσιγάρα ανάβουν. Φωτιές βάζουν. Οι φλόγες κράζουν... Κόρες του Σατανά δοξάζουν!
Πίνακας: "L' odalisque" by Edmond Compte De Grimberghe