Άνοιξα το στόμα μου,
να μεταλάβω άγιο αίμα από το χέρι του παπά.
''Θύω'' ψιθύρισα.
Κανείς δε μ' άκουσε.
''Θύω'' φώναξα.
Κανείς δε μ' άκουσε.
Κανείς δεν ήταν πλάι μου.
Ούτε ο παπάς.
Όλοι είχαν φύγει.
Μόνο εγώ...
γυμνός και μόνος,
αμαρτωλός κι αληθινός,
ακίνητος στεκόμουν μόνος, στο γυάλινο Οίκο του Θεού.
Με στόμα ανοιχτό από έκπληξη.
Με στόμα που μέσα του κλείστηκε η γεύση του άγιου αίματος...
του θύματός μου,
που λίγο πριν είχα φονεύσει.