5.9.15

Οι μακρινές φωνές της σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης



του 
Δήμου Χλωπτσιούδη



Η νέα ισπανόφωνη ποίηση βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση, αν λάβουμε υπόψη μας τον αριθμό των δημιουργιών και το λογοτεχνικό περιβάλλον (εκδοτικοί οίκοι, περιοδικά, συναντήσεις ποίησης κλπ), στοιχεία που καταδεικνύουν ότι προφανώς βρισκόμαστε εν μέσω άνθισης του ποιητικού φαινομένου. Η ποιητική παραγωγή ισορροπεί ασυνήθιστα ανάμεσα στην παράδοση και στην αναζήτηση ενός πρωτότυπου προσωπικού ύφους, καθώς ο ποιητής βρίσκει τη φωνή του αγνοώντας χρονολογίες και γεωγραφικούς άτλαντες. Η έλλειψη αυστηρού πλαισίου, όχι μόνο ως προς το ύφος ή τη θεματολογία, δίνει πνοή στην πολυσυλλεκτικότητα. Διακρίνεται ένας εκλεκτικισμός που πηγάζει, πλέον από τη θεώρηση του ποιήματος[1].
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο και με επαφές από τα κάτω, μακριά από εκδότες και κριτικούς, εκδόθηκε η «ανθολογία σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης» (vakxikon.gr, 2015) σε μετάφραση της Άτης Σολέρτη.
Φωνές μακρινές αλλά μέσα από την κοινή γλώσσα της ποίησης και των συναισθημάτων[2]... Ανθολογείται ένα ετερόκλητο υλικό, θεματικά (ο έρωτας και η ευτυχία με την πίστη, ο θάνατος, η απώλεια, η μοναξιά και η μελαγχολία, το θρησκευτικό στοιχείο με το κοινωνικό, υπαρξιακές προσεγγίσεις μέσα από την οπτική της βιωμένης καθημερινότητας) και σε ύφος (πρόζα, πειραματικό, ρυθμικό), που δίνει μία πλουραλιστική χροιά στην πλούσια συλλογή.
Αξίζει να σημειώσουμε πως οι ανθολογίες έχουν το σοβαρό μειονέκτημα ότι στηρίζονται στην υποκειμενική κρίση του ανθολόγου, καθώς η λογοτεχνία αντιμετωπίζεται ως ένα διαφορετικό σύστημα μέσα από την οπτική του ανθολόγου-κριτικού. Ωστόσο, όταν η επιλογή είναι των ίδιων των ποιητών, τότε ξεπερνάται η κλασική αντίληψη για το ρόλο του ανθολόγου. Και τούτο διότι η προηγούμενη επιλογή από τους ίδιους τους δημιουργούς επιτρέπει -πέρα από την αυτονόητη ελευθερία- να σχηματίσουμε και μία καλύτερη άποψη για την ποιητική του καθενός (έστω και μέσα από ένα μικρό δείγμα).
Και αυτή ακριβώς η ανθολογία επειδή ακριβώς δε στηρίζεται στην κριτική άποψη του ανθολόγου, αλλά στην ελεύθερη παρουσίαση των καλλιτεχνών, κατέχει μία ξεχωριστή θέση. Και τούτο διότι κεντρικό πρόσωπο δεν είναι ο ανθολόγος-κριτικός, αλλά ο ίδιος ο δημιουργός. Παραμένει κεντρική μορφή και ελεύθερος να καταδείξει το δικό του καλλιτεχνικό στίγμα κι όχι εκείνο του διαμεσολαβητή. Εξάλλου, το ιδεολογικό-πολιτικό και πολιτιστικό τους στίγμα (με τη λογική της ποιητικής γεωγραφίας) είναι αναμφισβήτητο και ευδιάκριτο.
Παράλληλα, έχει σημασία να τονίσουμε τον εντοπισμό μίας χαρακτηριστικής κοινής διαδρομής της ελληνικής ποίησης με την ισπανική, χωρίς μεταξύ τους να εντοπίζονται διαδρομές επικοινωνίας (και λόγω της ιδιαιτερότητας των δύο γλωσσών), πέραν ολίγιστων. 
Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η μετάφραση δεν έγινε από έναν αδιάφορο (με την τεχνοεπιστημονική ιδιότητα) μεταφραστή, αλλά από μία ποιήτρια. Γιατί όπως έχει πολλάκις σημειωθεί η μετάφραση ενός ποιητικού έργου δεν αποτελεί μία οποιαδήποτε μεταφραστική εργασία. Απαιτεί την αποδόμηση του πρωτότυπου έργου και την ανασύνθεσή του σε μία άλλη γλώσσα διατηρώντας και αναδημιουργώντας τη μουσικότητα, το ύφος, το συναίσθημα του αρχικού έργου.
Και ειδικά σε μία ανθολογία τόσο ετερόκλητη, καθίσταται ακόμα δυσκολότερο έργο για το δημιουργό, καθώς δεν υπάρχει ένα ενιαίο ύφος, αλλά υποχρεώνεται κάθε φορά να προσαρμόζεται στη διαφορετική γραφή και προσέγγιση του αλλόγλωσσου δημιουργού, να υποκύψει στο πειραματικό ύφος, να διατηρήσει την υπαρξιακή αγωνία, να ποιήσει εκ νέου για να αποδώσει το συναίσθημα και το παιχνίδισμα των λέξεων. Και αυτή η προσαρμοστικότητα της μεταφράστριας-ποιήτριας αποκαλύπτεται πολύ εύκολα στη διαφορετική σύνταξη ποιημάτων, στη μουσικότητα που διαφέρει ανάλογα τη σύνθεση, στην επιλογή λέξεων της ελληνικής παράδοσης.
Τούτη η ξεχωριστή ανθολογία καταφέρνει να συμπεριλαμβάνει πάμπολλες τάσεις του ποιητικού λόγου, οι οποίες συνυπάρχουν και ευδοκιμούν στην ισπανόφωνη ποίηση. Στην ουσία η ανθολογία εκφράζει και την ανάγκη της σύγχρονης πολυφωνικής τάσης (μεταμοντέρνα, πειραματική, λογοπαιγνιώδη, κοινωνική, ερωτική, υπαρξιακή).
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου άστοχη η παρομοίωση μιας ποιητικής ανθολογίας με έναν γεωγραφικό άτλαντα, καθώς εκείνη αποκτά και μία κανονιστική διάσταση, παρά την υποκειμενικότητά της (είτε των δημιουργών είτε του ανθολόγου), αφού φέρνει σε γνωριμία άγνωστους τόπους της ποιητικής γεωγραφίας με το ευρύτερο κοινό.
Και εδώ ακριβώς έγκειται η ιδιαίτερη συλλεκτική και καλλιτεχνική σημασία τούτης της ανθολογίας, πέραν της επαφής με τα ρεύματα και τις καλλιτεχνικές τάσεις του εξωτερικού[3].
_____________________
[1] Raúl Díaz Rosales, Περί σύνεσης και ευφορίας. Νέα ισπανική ποίηση εν έτει 2013.
[2] Στη συλλογική ανθολογούνται οι: Μπρούνο Μέσα, Φρανσίσκο Λεόν, Ραφαέλ - Χοσέ Ντίας, Κοριολάνο Γκονσάλες Μοντανιές, Τζόρντι Ντόθε, Μιγκέλ Άνχελ Γκαλίντο, Μάριο Μαντούκα Γκόμες, Ρομπέρτο Γκαρσία ντε Μέσα, Μαρία Xοσέ Αλεμάν, Ιβάν Καμπρέρα Καρτάγια, Ραμίρο Ροσόν Μέσα, Κάρλος Χαβιέρ Μοράλες, Χοσέ Μαρία Καστριγιόν Σουάρεθ, Χόρχε Ιγκνάθιο Πλάθα Κορράλ, Χουλιέτα Βαλέρο, Γιάισα Μαρτίνες, Αμίλκαρ Μαρτίν Πέρες, Χουάν Μανουέλ Μαθίας, Ντέμπορα Αντόν Σοριάνο, Μάρτα Αγκούδο Ραμίρεθ, Χαβιέρ Μέριντα Ροντρίγκες, Σέρχιο Μπαρρέτο Ερνάντες, Νατάλια Λιτβίνοβα, Εζεκιέλ Ζάιντενβεργκ, Μιγκέλ Άνχελ Αλόνσο, Ζανέτ Λοσάνο Κλαριόντ, Ρεμπέκα Άλβαρεθ Κασάλ ντελ Ρέι, Όλγα Μπερνάντ, Φλάβια Κόμπανυ, Ρομπέρτο Α. Καμπρέρα, Μάιτε Ντόνο, Λάουρα Κασιέγες, Ανχέλικα Λιντέλ, Μάικι Μαρτίν Φρανσίσκο, Πάουλα Άινέντερ, Μάρτα Ασουνθιόν Αλόνσο, Χεσούς Χιμένεθ Ντομίνγκεθ.
[3] βλ. τις παλαιότερες κριτικές μας «καταιγίδα σε έναν κόσμο που τα μονοπάτια χάνονται» και «Ο διαυγής λυρισμός της Susanna Erlanger».