2.12.12

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Ντύθηκα με υφάσματα πολύχρωμα... 
κι έβαψα κατακόκκινα τα χείλη. 
Έβαλα δυνατά τη μουσική να παίζει... 
κι άρχισα να χορεύω στον αέρα. 
Ελευθερία! 
Παράξενο που ο άνεμος δε φύσηξε. 
Έκανα 24 στροφές γύρω από μένα. 
24 στροφές... 
όσες κι οι ώρες μιας ημέρας. 
Λουλούδια γέμισα τα βάζα. 
Λουλούδια κατακόκκινα... 
κι άναψα 7 κεριά στο σπίτι. 
7 κεριά... 
όσες κι οι μέρες μιας βδομάδας. 
Ήπια πολύ. 
Ζαλίστηκα. 
Στο ξύλινο το πάτωμα παραπατώντας σύρθηκα. 
Δεν έπεσα.
Αρνήθηκα. 
Κάθισα σε μια πολυθρόνα... 
κι αργά ανοιγόκλεισα τα μάτια. 
Χτυπήσανε οι καμπάνες. 
Με τρόμαξαν. 
Αντάρες!
Έκανα το σταυρό μου... κι ύστερα κοίταξα δειλά απ’ το παράθυρό μου. 
Παντού σκοτάδι. 
Αταίριαστο ψεγάδι. 
Πλησίασα χωρίς ντροπή τον άσπιλο καθρέφτη. 
Είδα την Αφροδίτη του Μεσονυχτίου. 
Δε γύρεψα το φταίχτη.
Γέλασα δυνατά. 
Κι ύστερα έκλαψα γιατί... είχα γελάσει. 
Υστερία. 
Μια γλυκιά και μικρή υστερία. 
Ενοχής πίκρα φώλιαζε στην ψυχή μου. 
Σταμάτησα τη μουσική. 
Έσβησα όλα τα κεριά. 
Τα λουλούδια μαράθηκαν μεμιάς. 
Τα χείλη μου βάφτηκαν κίτρινα. 
Τα δάκρυα που κύλησαν τα έβαψαν με πούδρα. 
Τα ρούχα μου γίνηκαν κόκκινα. 
Πότισαν... απ’ το αίμα της σάπιας μου κοιλιάς.
Πού πήγαν τα παιδιά μου; 
Τα 12 παιδιά μου! 
12 τα παιδιά μου... 
όσοι κι οι μήνες ενός χρόνου. 
Όλα τους αντιφατικά. 
Κουραστικά κι επίμονα. 
Συντριπτικά. 
Σωριάστηκα στο πάτωμα. 
Έκλαψα δυνατά. 
Κι ύστερα γέλασα γιατί... είχα κλάψει. 
Απελπισία.
Μια γλυκιά και μικρή απελπισία. 
Ενοχής πείσμα φώλιαζε στην ψυχή μου.
Εξαντλήθηκα. 
Ξάπλωσα σ' ένα παλιό, φθαρμένο μαυροκρέβατο... 
και πάλι αργά ανοιγόκλεισα τα μάτια. 
Οι καμπάνες και πάλι χτύπησαν. 
Με ξύπνησαν! 
Δεν πρόλαβα να κάνω το σταυρό μου. 
Έτσι έπεισα τον εαυτό μου... 
και μόνο τότε φύσηξε ο άνεμος. 
Ελευθερία!


Πίνακας: «The Day After» by Edvard Munch

4.9.12

LA BOMBILLA AMARILLENTA (Η ΚΙΤΡΙΝΗ ΛΑΜΠΑ)


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: JUAN MANUEL MACÍAS


Solo.
Sentado otra vez en la silla del tiempo,
otra vez estoy yo con la bombilla amarillenta.
Y mis recuerdos,
mis adoradas visiones y las furias...
que me muestran siempre el camino equivocado...
que iluminan mi rostro de culpas,
con la bombilla amarillenta.
Tic-tac,
gira el reloj...
y tarda el día...
y tarda en salir el sol,
y apagar la bombilla amarillenta.
Humedad.
!Escucha el sonido!
Escucha como caen las gotas por los huecos de las alcantarillas.
Cada leve, pausado pero tenaz goteo
me produce una escara
que tiñe de rojo a la bombilla amarillenta.
!Mira!
!Mira con la bombilla amarillenta!
Su color rojo no te penetra.
Grande es la noche y sombría la oscuridad.
Por todas partes lagartos,
viscosos insectos y cucarachas recorren las baldosas...
Se hacen tan grandes bajo la luz de una bombilla
como las letras escritas en el diario de un poeta loco.
Y que importa si el cigarro se termina...
Con ese humo otros pensamientos la alimentaran
y enturbiaran, a la bombilla amarillenta.
Solo.
Sentado otra vez en la silla del tiempo,
otra vez estoy yo con una diáfana bombilla rota.

(De «Erial de pasiones»)

Υ.Γ. Estimado señor Macías, ¡mil gracias!


Η ΚΙΤΡΙΝΗ ΛΑΜΠΑ

Μόνος.
Καθισμένος και πάλι στην καρέκλα του Χρόνου,
μένω πάλι εγώ και η κίτρινη λάμπα.
Οι αναμνήσεις μου,
οι λατρεμένες οπτασίες κι οι ερινύες...
να μου δείχνουν πάντα το λάθος δρόμο...
να μου φωτίζουν το πρόσωπο ενοχές,
με την κίτρινη λάμπα.
Τικ-τακ,
το ρολόι γυρνά..
κι η μέρα αργεί...
κι ο ήλιος αργεί να φανεί,
για να σβήσει την κίτρινη λάμπα.
Υγρασία.
Άκου τον ήχο!
Άκου πως πέφτουν οι σταγόνες στις τρύπες των υπονόμων.
Κάθε απαλή, αργή αλλά σταθερή τους πτώση,
μου προκαλεί και μια γρατζουνιά,
που βάφει κόκκινη την κίτρινη λάμπα.
Κοίτα!
Κοίτα με την κίτρινη λάμπα!
Το κόκκινο χρώμα της δε σε διαπερνά.
Είναι μεγάλη η νύχτα και ζοφερό το σκοτάδι.
Παντού σαύρες,
γλοιώδη έντομα και κατσαρίδες περπατούν στα πλακάκια...
Γίνονται τόσο μεγάλα κάτω απ’ το φώς μιας λάμπας,
όσο οι γραφικοί χαρακτήρες στο ημερολόγιο ενός τρελού ποιητή.
Τι κι αν το τσιγάρο τελειώνει...
απ’ τον καπνό του, θα τραφούν κι άλλες σκέψεις...
και θα θολώσουν την κίτρινη λάμπα.
Μόνος.
Καθισμένος και πάλι στην καρέκλα του Χρόνου,
μένω πάλι εγώ και μια σπασμένη διάφανη λάμπα.

(Από την «Ερημία Παθών»)