20.1.10

ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ


Κάποιος πεινάει απόψε. Κάποιος ζητάει να φάει.

Κι είναι αφέγγαρη η νυχτιά. Και μας μετράει…

Κοίτα τα μάτια του ξυπόλητου παιδιού!

Δεν ξεχωρίζουν.

Μας υπνωτίζουν.

Βαριά σαν πέπλο…

Πέφτουν επάνω μας και μας ραπίζουν.

Κοίτα τα χέρια του ξυπόλητου παιδιού!

Σ’ εμάς απλώνουν.

Εμάς γαντζώνουν.

Και μας κυκλώνουν…

Βάζουν κουλούρια στις παλάμες τους. Μηδενικά.

Και τα πουλούν…

Με τι καρδιά;

Κι είναι ανάπηρη η νυχτιά.

Βαριά σαν πέπλο.

Πέφτει τσιμέντο.

Κι είναι ατάραχος ο δρόμος. Εδώ μένω!


Κάποιος διψάει απόψε. Κάποιος ζητάει να πιεί.

Κρασί ν’ αναστενάξει. Ποτέ δεν θα ξεχάσει.

Κι είναι ανέρωτη η νυχτιά. Και μας μεθάει.

Μας παρατάει όπου βρει.

Μας ξεπουλάει.

Κοίτα το στόμα του ξυπόλητου παιδιού!

Δεν θα μιλήσει. Θα συνεχίσει…

Στο ρόλο του περιστροφή θα γίνει.

Θα γεμίσει.

Θα ζαλιστεί κι ο ουρανός και κεραυνό θα ρίξει.


Κάποιος ξερνάει απόψε.

Ό,τι έφαγε κερνάει.

Κι είναι μαγείρισσα η νυχτιά.

Και μας χαλάει.

Κοίτα το σώμα του ξυπόλητου παιδιού!

Έχει πληγιάσει.

Και μας χαράσσει…

Καρφιά από λόγια.

Δικά μας λόγια!

Μας πειράζει;

Κι είναι αμίλητη η νυχτιά. Σέρνει τα χρόνια.


Κοίτα τα πόδια του ξυπόλητου παιδιού!

Τη γη θερίζουν.

Τρακτέρ τα νύχια του.

Ίχνη σαπίζουν.

Ακολουθώντας μας, μας γονατίζουν.

Φοράει γόβες κι η νυχτιά… και τις μοστράρει.

Το λούστρο αφήνει να ξεφτίσει… από τα χέρια ενός παιδιού που της γυαλίζει όλα τ’ αστέρια της… και μας πατάει.

Σα να μας θάβει.


Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!

Κοίτα τη!

Κρύβεται…

Στου χρόνου τα σοκάκια.

Με αίμα νίβεται.

Κοίτα πως ντύνεται!

Αντί για κούκλα… το κουφάρι του αδελφού, στερνού γονιού αγκαλιάζει…

Κι ύστερα πνίγεται.

Ξάφνου αλαλιάζει.

Του αλλάζει ρούχα, το χτενίζει, του μιλάει…

Ψεύτικα λόγια του κεντά στ’ αυτιά και το φιλάει.

Τρέχουν σταγόνες βροχερές… Μα δε δακρύζει.

Ξορκίζει επανάληψη.

Μας αντικρίζει.

Κι είναι αόμματη η νυχτιά. Κι είναι η απόσταση…

Εκεί ψηλά κυνηγητό!

Ψάχνω την όραση!


Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!

Κοίτα τα μάτια!

Βαθιά λακκάκια αντανακλά στα ίδια μάτια.

Τ’ αγκάθια στρώνει καταγής κι αιμορραγεί….

Ξένα σημάδια.

Κοίτα την όψη του ξυπόλητου παιδιού!

Κοίτα τη σκέψη του!

Κοίτα τη θέση του!

Παραμονεύει!

Κι είναι αδιέξοδη η νυχτιά.

Τρέμει τη λέξη.

Σαν το ξυπόλητο παιδί θα την πλανέψει…

Τις γόβες της θ’ απαρνηθεί… και θα χορέψει!

Ώσπου να πέσει καταγής.

Ώσπου να πέσει!


Πίνακας: "The blind beggar" by Jules Bastien Lepage

6.1.10

ΚΥΡΙΕΥΜΕΝΟΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ


Τα δόντια μαύρισαν από τη γεύση.

Τα νύχια λύγισαν κάτω απ’ το δέρμα.

…. Μυστήριο άγγιγμα.

Στους ώμους ζέστη από κρεμάμενα μυριόφυτα,

αναδεικνύουνε σε σπείρες τα ερπετά του πλούτου και της γνώσης.

Καταραμένη συνομάζωξη!

Παράσιτα της σκέψης ξεφυτρώνουν απ’ τ’ αυτιά.

Στα μάτια τρέχουν ώριμες, αιμόφυρτες συνομωσίες της ηδονής.

Πάψτε!

Κάτι λωρίδες από ίνες νωχελικά μπερδεύονται στα βήματα.

Παραπατώ.

Βήχας και οδύνη με στηρίζουνε για λίγο.

Κατρακυλώ πίσω απ’ το θρόνο μου.

Στα χέρια στυλωμένα τα ηνία παραμένουν,

από ένα άρμα που προσάραξε σιμά.

Στα μάτια καρφωμένη της προδοσίας η λάμψη επιζεί.

Το όραμα σκοτείνιασε.

Αγαπημένη!

Ήρθες δειλά.

Πισώπλατα σταλάζεις τα χρόνια της πιστής μου αφοσίωσης.

Η πλάνη μου θα σου ταιριάζει ρόλους αιώνιας ντροπής και καταφρόνιας.

Κατάρα σου ταιριάζει!

Στην ίδια γεύση θα μαυρίσεις κάθε δόντι.

Αγαπημένη!

Κι όταν γλυκά πολλαπλασιαστούν… και το θανατερό λυγίσει νύχια…

Έχε το νου σου, Κόρη!

Το αίμα σου θα γαντζωθεί στο στήθος σου,

για να τραφεί!

Οι ψίθυροι του ανέμου θα σπείρουν τη διχόνοια

στα μικρόβια της μήτρας σου.

Κι όταν η ίδια λάμψη σκοτεινιάσει το όραμά σου…

Τότε…

Θα αποκαλυφθώ!

Είμαι εδώ!

…………

Μητέρα!

Υ.Γ.Εμπνευσμένο από τον Άμλετ

Πίνακας: “The queen in Amlet” by Abbey Edwin Austin