κι εγώ έστεκα εκεί.
Στη μέση του προαυλίου, με χέρια διπλωμένα αναρωτιόμουν…
Τι, δε ξέρω.
Σταμάτησαν οι σκέψεις ξέρω να χορεύουν σταμάτησαν
οι σκέψεις παλεύουν σταματημένες ξέρω…
Σε ροζ φόντο.
Μένω.
«Παιδί μου!» φώναξε η μάνα μου
κι εγώ έστεκα εκεί.
Να τρέχω μέσα στην αυλή ενός νεκροταφείου…
Με πόδια αλύγιστα, σταματημένος…
Γιατί, δε ξέρω.
Σταμάτησαν οι τύψεις να υφαίνουν ξέρω τύψεις να υφαίνουν
οι τύψεις χορεύουν σταματημένες ξέρω…
Σε ροζ φόντο.
Μένω.
«Παιδί μου!» φώναξε η μάνα μου
Κι εγώ έστεκα εκεί.
Ξέρω. Σταματημένος τυλιγμένος σε ίλιγγο μπλεγμένος
σε μπαλόνια τυλιγμένος ξέρω μπλεγμένος σε ίλιγγο.
Μένω.
Σε ροζ φόντο.
Φεύγω;
«Παιδί μου!» φώναξε η μάνα μου
κι εγώ έστεκα εκεί.
Ξέρω.
Τα παιδιά παίζουν στο σχολείο, στην αυλή του ιλίγγου,
προαύλιο νεκροταφείου.
Μπαλόνια οι καμπάνες και ροζ εσπερινοί υφαίνουν τύψεις
χορεύουν…
Γιατί, δε ξέρω.
«Παιδί μου!» φώναξε η μάνα μου
κι εγώ έστεκα εκεί.
Ξέρω.
Μένω.
Το φόντο είχε γίνει μαύρο.
Φεύγω.
Πίνακας: "The dead Mother" by Edvard Munch